Αυτή η γλυκιά αρρώστια
Α Υ Τ Η Η Γ Λ Υ Κ Ι Α Α Ρ Ρ Ω Σ Τ Ι Α 17 θυρο στο πίσω µέρος του σπιτιού, εκεί που µάλλον ήταν η κουζίνα όπου είχε γίνει ο χαλασµός, κι άλλο ένα φως σ’ ένα δωµάτιο στον πάνω όροφο. Το σπίτι ήταν βυθισµένο στην ησυ χία. O Nτέιβιντ είπε ότι η Λόρα είχε πάει πιθανότατα για ύπνο, ότι δεν είχε νόηµα να παρουσιαστεί κι αυτός τέτοια ώρα και, έπειτα από µερικές ισχνές διαµαρτυρίες, ο Γουές έπαψε. O Nτέιβιντ ένιωσε θλίψη στη σκέψη πως και µόνο πλησιάζοντας στη Λόρα, το κουράγιο και οι προθέσεις του Γουές συντρίβονταν. «Nτέιβ, πάρε το αυτοκίνητο κι έλα να µε πάρεις αύριο το πρωί. Μην γυρίσεις µε τα πόδια». «Όχι, όχι, Γουές. Έλα, ηρέµησε. Εγώ είµαι µια χαρά». O Γουές όρθωσε ξαφνικά το κορµί του και χτύπησε φιλικά τον Nτέιβιντ στον ώµο, αλλά είχε ένα βλέµµα πανικού και δά κρυα µεθυσµένης µελαγχολίας στα µάτια. «Είσαι το καλύτερο φιλαράκι που υπάρχει, Nτέιβ. Είσαι και ο πρώτος». «Πάρε µια ασπιρίνη και πιες και µπόλικο νερό προτού πας για ύπνο» ψιθύρισε ο Nτέιβιντ. «Για ύπνο; Ας γελάσω». O Nτέιβ του κούνησε το χέρι κι αποµακρύνθηκε µέσα στη νύχτα. Αισθάνθηκε δυνατός κι ελεύθερος, ελεύθερος απ’ όλη αυτή την τραγική σύγχυση που βασάνιζε τον Γουές. Χαµογέ λασε µάλιστα και κούνησε το κεφάλι του µε λύπηση. O Nτέιβιντ είχε γνωρίσει τον Γουέσλι Καρµάικλ αµέσως µετά το ταξίδι του µέλιτος, και θυµόταν που τον είχε ζηλέψει για την ευτυχία του. Η ζήλια τού είχε δαγκώσει την καρδιά. Τον είχε σχεδόν φθονήσει, τον Γουές. Είχε ακούσει στο εργοστάσιο για το ανέ φελο και συναρπαστικό φλερτ τους, για την οµορφιά της Λόρα, και τα λοιπά και τα λοιπά, και ίσως είχαν υπάρξει τρεις πε ρίπου µήνες που η αύρα της ευτυχίας τύλιγε τον Γουές –έναν κοινό θνητό που τον άγγιξε για λίγο το χέρι του Θεού– αλλά εκείνη η εποχή τέλειωσε τόσο γρήγορα, που ο Nτέιβιντ µόλις
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=