Αυτή η γλυκιά αρρώστια
P A T R I C I A H I G H S M I T H 16 «∆εν έρχοµαι». «Πρέπει, σου λέω. ∆εν έχετε συστηθεί καν, και, διάολε, από ψε είναι το τέλειο». «∆εν έχω καµία διάθεση να τη γνωρίσω. Λυπάµαι, Γουές, αλλά δεν θέλω. Λοιπόν, εσύ κι εγώ πρέπει να είµαστε στη δου λειά στις εννιά το πρωί». «Μα δεν είναι τόσο αργά. Τι ώρα είναι; Κοντεύει έντεκα;» Προσπάθησε να δει το ρολόι του κι έπειτα παραιτήθηκε. «Θα σε πάω σπίτι σου µε τ’ αυτοκίνητο κι εγώ θα γυρίσω µε τα πόδια. Τι λες;» «Θα µε πας και θα ’ρθεις µέσα. Θα έρθεις µέσα . Για όνοµα του Θεού, αυτή τώρα θα ’χει σπάσει όλα τα πιατικά στο σπίτι». «Σσσς». O Nτέιβιντ τράβηξε τον Γουές προς το αµάξι του, ένα πράσινο Oλντσµοµπίλ που µισόκλεινε τον χώρο για τ’ αυ τοκίνητα µπροστά στην πανσιόν. Τον έσπρωξε µέσα κι εκείνος κάθισε στη θέση του οδηγού. Στη διάρκεια της διαδροµής των δέκα τετραγώνων ο Nτέιβιντ έµαθε κι άλλες λεπτοµέρειες για τη βραδιά, που δεν διέφερε σε τίποτα από ένα σωρό άλλες για τις οποίες είχε ακούσει, παρό λο που ο Γουές ήταν πάντα πεπεισµένος πως η τελευταία βρα διά ήταν κάθε φορά η χειρότερη, και πως τα πράµατα εξελίσ σονταν όλο και πιο δυσοίωνα γι’ αυτόν και τη Λόρα. «Κι ύστερα περιµένει να της κάνω έρωτα!» συνέχισε αγα νακτισµένος ο Γουές. «Πώς δηλαδή; Μπορεί κανείς; Ποιος; Oρισµένοι µπορεί να µπορούν, τι να σου πω, εγώ όµως απο κλείεται». Η φωνή του Γουές έφτανε στ’ αυτιά του σαν µακρινή πράξη βίας που δεν απασχολούσε τον Nτέιβιντ. Καθώς πλησίασε το σπίτι των Καρµάικλ, το επιθεώρησε προσεχτικά, γιατί δεν είχε όρεξη να συναντήσει µια εξαγριωµένη Λόρα στο πεζοδρόµιο ή στο γρασίδι του κήπου. Ένα φως ήταν αναµµένο σ’ ένα παρά
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=