Ατελείωτος δρόμος

Α Π Ο Τ Ι Σ Σ Ι Δ Η Ρ Ε Σ Π Υ Λ Ε Σ 31 ζι είχαν αφήσει το νύχι στο μικρό δάχτυλο του αριστερού χεριού να μακρύνει, έμβλημα της απελευθέρωσής τους από τις αγροτικές εργασίες, και μακρύ σχεδόν όσο και των Μανδαρίνων. Τρεις ηλι- κιωμένοι με λευκά μουστάκια και μαλακά δερμάτινα παπούτσια ρουφούσαν σιωπηλά καπνό από τα κεχριμπαρένια στόμια των ναρ- γιλέδων τους, παίζοντας νωχελικά με χάντρες από κεχριμπάρι πε- ρασμένες σε σκοινί, αφήνοντας τις χάντρες να πέφτουν η μια πά- νω στην άλλη με έναν νανουριστικό θόρυβο, σαν να διέτρεχαν έτσι τους στοχασμούς τους. Μια παρέα στρατιωτικών, με λευκά χιτώνια που κούμπωναν στο πλάι, κάτω από το αριστερό αυτί σύμφωνα με το ρώσικο στιλ, με άκαμπτες χρυσές επωμίδες, μαύρα ρώσικα πη- λήκια με κόκκινη κορδέλα και μαλακές μπότες με σπιρούνια, κά- θονταν καπνίζοντας και κουβεντιάζοντας, ή περιδιάβαζαν κάτω από τα δέντρα με τη λαβή των σπαθιών τους σφηνωμένη στο εσω- τερικό του λυγισμένου αγκώνα τους. Πουθενά γυναίκες. Σκυλιά μάλωναν πάνω από ένα κόκαλο προβάτου. Γδαρμένα κεφάλια προ- βάτων τοποθετημένα στη σειρά κοιτούσαν αξιοθρήνητα από το ράφι έξω απ’ το χασάπικο, συκώτια, πνευμόνια και αποκεφαλισμέ- να σφάγια έσταζαν, και εντόσθια κρέμονταν από γάντζους σαν μακάβριες γιρλάντες. Το ραδιόφωνο έπαιζε ξεσηκωτικά εμβατήρια που διακόπτονταν από τον αλλόκοτο θρήνο των τραγουδιών στην ανατολίτικη κλίμακα μινόρε. Στον αέρα πλανιόταν η μυρωδιά του γιασεμιού. Κουνούπια ζουζούνιζαν και εφορμούσαν. Ήταν μια σημαντική στιγμή. Συνειδητοποίησα ότι τα πάντα είχαν αλλάξει. * * * Ο δρόμος πήγαινε προς τα νότια ανάμεσα στους λόφους και στις πεδιάδες του Δούναβη που στολίζονταν από τους θυσάνους των δασών. Εδώ κι εκεί απλωνόταν το θολό πράσινο κάποιου έλους και λεύκες διακοσμούσαν τούφες τούφες τον δρόμο. Ας δρασκελίσου- με αυτή την παραποτάμια περιοχή με τις μαγικές μπότες του γίγα- ντα του παραμυθιού, για να φτάσουμε ψηλά στην οροσειρά του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=