Ατελείωτος δρόμος

Α Π Ο Τ Ι Σ Σ Ι Δ Η Ρ Ε Σ Π Υ Λ Ε Σ 35 το άγαλμα, ο χρυσός τρούλος και οι βαμμένες κολόνες του καθε- δρικού του Αλέξανδρου Νιέφσκι. Κατά μήκος αυτού του δρόμου, αναστημένοι από τον μεσημεριανό τους ύπνο χάρη στη δροσιά του απογεύματος, όλοι οι κάτοικοι της πόλης περπατούσαν αργά, μέ- ρος αυτού του τελετουργικού κύματος που φουσκώνει και υποχω- ρεί κάθε σούρουπο σε κάθε ευρωπαϊκή πόλη ανατολικά της Βου- δαπέστης και νότια του Μπισκάι. Στα καφενεία, πάνω από άπειρα φλιτζανάκια τούρκικου καφέ, η διανόηση έπαιζε τις κεχριμπαρέ- νιες χάντρες της και συζητούσε το κύριο άρθρο της εφημερίδας Utro . Πέρα από αυτούς, ο δρόμος φεύγει ευθεία σαν σφαίρα σε ένα λεόντειο οροπέδιο, διάστικτο με τα χωριουδάκια των Σόπι, που λέγεται πως είναι απόγονοι των Πέτσενεγκ, αυτών των τρομακτι- κών βαρβαρικών ορδών που έρχονταν πέρα από τα Ουράλια και έσφαζαν και λεηλατούσαν επί αιώνες κατά μήκος των συνόρων της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας για να καταλήξουν τελικά εδώ να ξεκουραστούν και να νοικοκυρευτούν. Χάρη στη Ρέιτσελ Φλόιντ, τη συμπατριώτισσα με την οποία είχα μοιραστεί το καρπούζι στο καράβι του Δούναβη, με έσωσαν την επόμενη μέρα από το καταγώγιο στο οποίο είχα εγκατασταθεί κο- ντά στην αγορά ο βρετανός πρόξενος και η σύζυγός του, ο Μπόιντ και η Τζούντιθ Τόλιντον, που με φιλοξένησαν, δείχνοντας μεγάλη φιλανθρωπία. Εκείνες ήταν μέρες χαράς και πολυτέλειας. Μου φαινόταν παράξενο να βρίσκομαι και πάλι μεταξύ Άγγλων και να μιλάω αγγλικά, όσο παράξενο και το να βρίσκομαι μεταξύ ξένων έπειτα από παρατεταμένη διαμονή στην Αγγλία, και εξίσου ενδια­ φέρον. Πόσο ευχάριστο μου ήταν να μαθαίνω ένα σωρό πράγματα για τη Βουλγαρία από τον ευγενικό και ικανότατο οικοδεσπότη μου –απόφοιτο του σχολείου του Ράγκμπι– και να σηκώνομαι από το πρωινό μου γεύμα, με ένα φλιτζάνι τσάι Earl Grey στο χέρι, και να κοιτάζω από το παράθυρο τη Βασιλική Φρουρά να βηματίζει κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απελευθέρωσε τη Βουλγαρία το 1877- 1878.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=