Ασημένια φτερά
13 Η Φέι άναψε τη μηχανή του καφέ. Καθώς ετοιμαζόταν ο εσπρέ σο της, κοίταξε έξω από το ψηλό παράθυρο της κουζίνας. Και, ως συνήθως, μαγεύτηκε από τη θέα. Το σπίτι στο Ράβι είχε γίνει ο δικός της επίγειος παράδεισος. Το μέρος δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλο, διακόσιους μόνιμους κα τοίκους είχε όλο κι όλο. Χρειαζόσουν περίπου πέντε λεπτά για να κάνεις τον γύρο του Ράβι, αν πήγαινες λίγο αργά. Αλλά κα ταμεσής στη μικρή πλατεία υπήρχε ένα ρεστοράν με τη νοστιμό τερη πίτσα και τα καλύτερα ζυμαρικά που είχε φάει ποτέ της. Ήταν γεμάτο κάθε βράδυ. Πότε πότε το επισκέπτονταν τουρίστες, αλλά ειδικά τώρα προς τα τέλη Μαΐου είχαν αρχίσει να αυξάνο νται: γάλλοι ποδηλάτες ή αμερικανοί συνταξιούχοι που είχαν νοικιάσει ένα τροχόσπιτο και εκπλήρωναν το όνειρό τους να δουν την Ιταλία, ενώ τα ενήλικα τέκνα τους αναρωτιόνταν γιατί οι γονείς τους επέμεναν να κάνουν τη ζωή τους αντί να φυλάνε τα εγγόνια τους. Αλλά Σουηδοί δεν υπήρχαν. Η Φέι δεν είχε δει Σουηδό εδώ από τότε που είχε αγοράσει το σπίτι, κάτι που αποτελούσε αποφασιστικό παράγοντα για την επιλογή τόπου. Στη Σουηδία ήταν πασίγνωστη, την ήξερε όλη η χώρα. Στην Ιταλία και ήθελε και χρειαζόταν να είναι ανώνυμη. Το όμορφο παλιό σπίτι που είχε αγοράσει δεν ήταν μέσα στο χωριό, αλλά έξω από αυτό και σε απόσταση είκοσι λεπτών με τα πόδια. Βρισκόταν πάνω σ’ έναν λόφο, με αμπέλια που σκαρφά λωναν την πλαγιά κι έφταναν μέχρι το σπίτι. Η Φέι λάτρευε να την ανεβοκατεβαίνει, να πηγαίνει ν’ αγοράζει ψωμί, τυρί και
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=