Ασημένια φτερά
19 Η Φέι κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη του ασανσέρ. Τρεις κοστουμαρισμένοι άντρες την παρατηρούσαν με φα νερό θαυμασμό. Άνοιξε την τσάντα μάρκας Chanel, σούφρωσε τα χείλη και με αργές κινήσεις τα πέρασε με το κραγιόν της Revenge φυσικά. Έφερε πίσω από το αυτί μια μακριά ξανθιά μπούκλα, βίδωσε το καπάκι με το χαραγμένο R στο κραγιόν, την ίδια στιγ μή που το ασανσέρ έφτασε στο λόμπι και οι άντρες παραμέρισαν για να την αφήσουν να βγει πρώτη. Τα βήματα αντήχησαν στο λευκό μαρμάρινο δάπεδο, ο νυχτερινός αέρας έκανε το κόκκινο φόρεμά της ν’ ανεμίσει όταν ο πορτιέρης κράτησε ανοιχτά τα γυάλινα πορτόφυλλα για να περάσει. «Ταξί, σινιόρα ;» τη ρώτησε. Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι, χαμογελαστή, χωρίς ωστό σο να επιβραδύνει το βήμα, κι έστριψε δεξιά βγαίνοντας στο πεζοδρόμιο. Δίπλα της η κυκλοφορία είχε μπλοκάρει. Αυτοκίνητα κόρναραν, οδηγοί έβριζαν πίσω από τ’ ανοιχτά τους παράθυρα. Η Φέι απολάμβανε την ελευθερία, να είναι μοναχική επισκέ πτρια σε μια πόλη όπου δεν γνώριζε πολλούς και όπου κανείς δεν θ’ απαιτούσε κάτι από εκείνη. Ελεύθερη από ευθύνες, ελεύ θερη από ενοχές. Η συνάντηση με τον Τζοβάνι, τον ιδιοκτήτη της μικρής οικογενειακής εταιρείας καλλυντικών η οποία θα συμπλή ρωνε την ήδη υπάρχουσα γραμμή παραγωγής της Revenge, είχε πάει μια χαρά. Μόλις ο Τζοβάνι συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να της φερθεί δεσποτικά και ν’ ασκήσει την αντρική κυριαρχία του πάνω της, ώστε να την πείσει να συμφωνήσει με τους όρους του, η συνάντησή τους απέβη προς όφελός της.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=