Αρχίζουμε από το τέλος

Α Ρ Χ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε Α Π Ο Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ 15 Είδε την κοπέλα να περπατά κόντρα στον κόσμο κρατώντας το χέρι του αδελφού της που πάσχιζε να την προλάβει. Η Ντάτσες και ο Ρόμπιν Ράντλεϊ. Μισοέτρεξε να προϋπαντήσει τα παιδιά, γιατί ήξερε τα πάντα για τη ζωή τους. Το αγόρι ήταν πέντε και έκλαιγε βουβά, το κορίτσι είχε κλείσει τα δεκατρία και δεν έκλαιγε ποτέ. «Η μητέρα σας» είπε. Δεν ήταν ερώτηση αλλά δήλωση ενός τόσο τραγικού γεγονότος που η κοπέλα δεν απάντησε καν με ένα καταφατικό νεύμα, απλώς έκανε μεταβολή και προχώρησε πρώτη. Πέρασαν σουρουπωμένους δρόμους, ήσυχους φράχτες με λα- μπάκια. Από πάνω το φεγγάρι ανέτελλε, έφεγγε και πλάνευε, όπως έκανε εδώ και τριάντα χρόνια. Πέρασαν επιβλητικά σπίτια, γυαλί και ατσάλι που πολεμούσαν τη φύση, μια θέα τρομερής ομορφιάς. Κατέβηκαν την Τζένεσι, όπου ζούσε ακόμη ο Γουόκ στο παλιό σπίτι των γονιών του. Μπήκαν στην Άιβι Ραντς Ρόουντ και φάνη- κε το σπίτι των Ράντλεϊ. Παραθυρόφυλλα με ξεφτισμένη μπογιά, ένα αναποδογυρισμένο ποδήλατο με τον ένα τροχό δίπλα του. Στο Κέιπ Χέιβεν, αν κάτι ήταν λίγο κατώτερο από το τέλειο, ήταν σαν να είναι μαύρο. Ο Γουόκ άφησε πίσω του τα παιδιά και ανέβηκε τρέχοντας το μονοπάτι, μέσα όλα σκοτεινά πέρα από το τρεμόπαιγμα της τη- λεόρασης. Πίσω του είδε τον Ρόμπιν να κλαίει ακόμη και την Ντάτσες να κοιτάζει, σκληρή και αμείλικτη. Βρήκε τη Σταρ στον καναπέ, ένα μπουκάλι δίπλα, όχι χάπια αυτή τη φορά, το ένα παπούτσι φορεμένο και το άλλο πόδι ξυπό- λυτο, μικρά δαχτυλάκια, βαμμένα νύχια. «Σταρ». Γονάτισε και τη χτύπησε στο μάγουλο. «Σταρ, ξύ- πνα». Μιλούσε ήρεμα γιατί τα παιδιά ήταν στην πόρτα, η Ντά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=