Αρχίζουμε από το τέλος

13 1 Ο Γουόκ στεκόταν στην άκρη ενός ταραγμένου πλήθους. Μερι- κούς τους γνώριζε από τότε που γεννήθηκε, άλλους από τότε που γεννήθηκαν. Παραθεριστές με κάμερες, καμένοι από τον ήλιο, όλο χαμόγε- λα, δεν ήξεραν ότι το νερό δεν καταστρέφει μόνο το ξύλο. Το τοπικό συνεργείο ειδήσεων, μια δημοσιογράφος από έναν ραδιοφωνικό σταθμό. «Αρχηγέ, θα μας πεις δυο λόγια;» Ο Γουόκ χαμογέλασε, έβαλε τα χέρια βαθιά στις τσέπες και άρχισε να περνά μέσα από τον κόσμο που ξαφνικά ξεφώνισε. Ασυνάρτητοι κρότοι όταν η σκεπή κατέρρευσε κι έπεσε με πάταγο στο νερό από κάτω. Κομμάτι κομμάτι, τα θεμέλια ένας ξεγυμνωμένος σκελετός. Δεν ήταν πια σπίτι αλλά ένα μισογκρε- μισμένο κτίριο. Εκεί ζούσαν οι Φέαρλον από τότε που θυμόταν ο Γουόκ, το σπίτι απείχε εξήντα μέτρα από τον ωκεανό όταν ήταν μικρός. Το απέκλεισαν με ταινίες πριν από ένα χρόνο, το έδαφος στον γκρεμό διαβρωνόταν, πότε πότε έρχονταν άνθρωποι από τον Σύλλογο Προστασίας της Φύσης, μετρούσαν και έκαναν εκτι- μήσεις. Κάμερες και μια αταίριαστη έξαψη καθώς έπεφταν σανίδες. Η βεράντα άντεχε. Ο Μίλτον, ο χασάπης, γονάτισε και τράβηξε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=