Αρχίζουμε από το τέλος

9 Α ν δείτε κάτι, σηκώνετε το χέρι σας. Δεν έχει σημασία αν είναι τσιγαρόχαρτο ή κουτάκι αναψυ- κτικού. Αν δείτε κάτι, σηκώνετε το χέρι σας. Και δεν το αγγίζετε. Απλώς σηκώνετε το χέρι σας. Οι κάτοικοι της πόλης ετοιμάστηκαν, τα πόδια τους παραταγ- μένα στο πέρασμα. Κίνηση σε σειρά, είκοσι βήματα απόσταση μεταξύ τους, εκατό μάτια καρφωμένα κάτω, παρ’ όλα αυτά κρα- τούσαν τη γραμμή, η χορογραφία των καταραμένων. Στο βάθος, η πόλη άδεια, ο απόηχος ενός ατελείωτου, τέλειου καλοκαιριού είχε πνιγεί από το νέο. Σίσι Ράντλεϊ. Εφτά χρονών. Ξανθιά. Οι περισσότεροι τη γνώ- ριζαν, δεν χρειάστηκε να μοιράσει φωτογραφίες ο Ντιμπουά, ο αρχηγός της αστυνομίας. Ο Γουόκ ήταν στην άκρη της γραμμής. Δεκαπέντε χρονών και ατρόμητος, αλλά τα γόνατά του έτρεμαν σε κάθε βήμα. Προχωρούσαν μέσα στο δάσος σαν στρατός, οι αστυνομικοί μπροστά, οι φακοί σάρωναν τα πάντα, μέσα από τα δέντρα δια- κρινόταν ο ωκεανός στο τέλος του γκρεμού, και το κορίτσι δεν ήξερε κολύμπι. Δίπλα στον Γουόκ ήταν η Μάρθα Μέι. Είχαν σχέση τρεις μήνες, μόνο φιλιά και τίποτα παραπάνω, ο πατέρας της ήταν εφημέριος στην Επισκοπική Εκκλησία Λιτλ Μπρουκ. Του έριξε μια ματιά. «Θέλεις ακόμη να γίνεις αστυνομικός;» Ο Γουόκ κοίταζε τον Ντιμπουά, το κεφάλι σκυφτό, οι τελευ- ταίες ελπίδες στους ώμους του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=