Αρχίζουμε από το τέλος

C H R I S W H I T A K E R 20 Είχε προκοίλι που τσίτωνε το καφετί πουκάμισό του. Παχου- λά ροδαλά μάγουλα παιδιού που οι γονείς του δεν του είπαν ποτέ όχι. Και ένα πρόσωπο τόσο ανοιχτό που δεν μπορούσε να φανταστεί να έχει έστω και ένα μυστικό. Η Σταρ έλεγε ότι ήταν τελείως καλός άνθρωπος, λες και γίνεται αυτό. «Πρέπει να κοιμηθείς λίγο». Έμειναν να κάθονται έτσι μέχρι που το πρώτο φως έκρυψε τα αστέρια, το φεγγάρι ξέχασε τη θέση του κι έμεινε εκεί σαν λεκές στη νέα μέρα, μια υπενθύμιση όσων είχαν φύγει. Απέναντι ήταν ένα παράθυρο. Η Ντάτσες στάθηκε μπροστά στο παράθυρο και κόλλησε το κεφάλι της στο τζάμι, προς τα δέντρα και τη φύση. Κελαηδήματα. Μακριά έβλεπε θάλασσα και στην επιφάνεια κουκκίδες, αλιευτικά που έτρεχαν στα κύματα. Ο Γουόκ ξερόβηξε. «Η μητέρα σου… Ήταν κάποιος άντρας–» «Πάντα είναι κάποιος άντρας. Κάθε φορά που συμβαίνει κά- ποια μαλακία, υπάρχει πάντα κάποιος άντρας». «Ο Νταρκ;» Έμεινε αμίλητη. «Δεν μπορείς να μου πεις;» τη ρώτησε. «Είμαι παράνομη». «Σωστά». Η Ντάτσες φορούσε έναν φιόγκο στα μαλλιά κι έπαιζε συχνά μαζί του. Ήταν πολύ αδύνατη, πολύ χλωμή, πολύ όμορφη, σαν τη μητέρα της. «Μόλις γεννήθηκε ένα μωρό εκεί πιο κάτω». Ο Γουόκ άλλαξε κουβέντα. «Πώς το έβγαλαν;» «Δεν ξέρω». «Πενήντα δολάρια στοίχημα ότι δεν το έβγαλαν Ντάτσες». Ο Γουόκ γέλασε σιγά. «Εξωτικό λόγω σπανιότητας. Το ξέρεις ότι θα σε έβγαζαν Έμιλι».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=