Αρχίζουμε από το τέλος

Α Ρ Χ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε Α Π Ο Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ 19 Η Ντάτσες ένευσε καταφατικά. «Πήγα και είδα τη μητέρα σου, θα είναι μια χαρά». Άλλο ένα νεύμα. «Μπορείς να πας να πάρεις κάτι, ένα αναψυκτικό, υπάρχει ένα μηχάνημα δίπλα στο–» «Ξέρω». Μια ματιά πίσω στο δωμάτιο, είδε τον αδελφό της να κοιμάται βαθιά, δεν θα κουνιόταν αποκεί μέχρι να τον ξυπνήσει. Ο Γουόκ τής έτεινε ένα δολάριο, το πήρε απρόθυμα. Περπάτησε στους διαδρόμους, αγόρασε αναψυκτικό, αλλά δεν το ήπιε. Θα το κρατούσε για όταν θα ξυπνούσε ο Ρόμπιν. Κοίτα- ζε μέσα στους θαλάμους, ήχοι τοκετού, δακρύων και ζωής. Άν- θρωποι τόσο τσακισμένοι που ήξερε ότι δεν θα συνέλθουν. Αστυ- νομικοί έφερναν τύπους με τατουάζ και ματωμένα μούτρα. Της μύριζαν οι μεθύστακες, η χλωρίνη, ο εμετός και τα σκατά. Πέρασε δίπλα από μια νοσοκόμα, ένα χαμόγελο, γιατί οι πε- ρισσότερες την είχαν ξαναδεί, απλώς ένα από εκείνα τα παιδιά που η ζωή τούς μοίρασε άσχημα χαρτιά. Όταν γύρισε, είδε ότι ο Γουόκ είχε βάλει δύο καρέκλες δίπλα στην πόρτα. Έριξε μια ματιά στον αδελφό της και μετά κάθισε. Ο Γουόκ τής πρόσφερε τσίχλα, εκείνη ένευσε αρνητικά. Κατάλαβε ότι ο Γουόκ ήθελε να μιλήσει, να πει φούμαρα περί αλλαγής, ότι ήταν απλώς ένα ολίσθημα σε έναν μακρύ δρόμο, ότι όλα θα γίνουν διαφορετικά. «Δεν τηλεφώνησες» του είπε. Την κοίταξε. «Στις κοινωνικές υπηρεσίες. Δεν τηλεφώνησες». «Θα ’πρεπε». Το είπε θλιμμένα, σαν να είχε απογοητεύσει εκείνη ή το σήμα του, της ήταν άγνωστο ποιο από τα δύο. «Δεν θα τηλεφωνήσεις όμως». «Όχι».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=