Αρχίζουμε από το τέλος

C H R I S W H I T A K E R 18 θρόνες μαζί. Απέναντι υπήρχε ένα δωμάτιο με προμήθειες, από όπου πήρε μαλακές κουβέρτες και έφτιαξε ένα πρόχειρο κρεβά- τι στις πολυθρόνες. Ο Ρόμπιν στεκόταν αμήχανα, η κούραση τον βάραινε, μαύροι, έντονοι κύκλοι κάτω από τα μάτια του. «Θέλεις να κατουρήσεις;» Καταφατικό νεύμα. Τον πήγε στην τουαλέτα και περίμενε μερικά λεπτά. Τον είδε να πλένει καλά τα χέρια του. Βρήκε οδοντόπαστα, ζούληξε λίγη πάνω στο δάχτυλό της και του έτριψε τα δόντια και τα ούλα. Ο Ρόμπιν έφτυσε, κι εκείνη του σκούπισε το στόμα. Τον βοήθησε να βγάλει τα παπούτσια του και να σκαρφαλώσει στα μπράτσα στις πολυθρόνες, όπου βολεύτηκε σαν ζωάκι, και τον σκέπασε. Την κοίταξε καλά καλά. «Μη μ’ αφήσεις». «Ποτέ». «Θα γίνει καλά η μαμά;» «Ναι». Η Ντάτσες έκλεισε την τηλεόραση. Το δωμάτιο σκοτεινό τώρα, έμεινε μόνο ο φωτισμός έκτακτης ανάγκης, κόκκινος και τόσο απαλός που ο Ρόμπιν είχε αποκοιμηθεί μέχρι εκείνη να φτάσει στην πόρτα. Στάθηκε στον διάδρομο μέσα στο δυνατό φως, με την πλάτη της στην πόρτα. Δεν θα άφηνε κανέναν να μπει, υπήρχε άλλος ένας θάλαμος αναμονής στον τρίτο. Μία ώρα έπειτα ο Γουόκ εμφανίστηκε πάλι και χασμουρήθηκε λες και είχε λόγους να νυ- στάζει. Η Ντάτσες ήξερε πώς περνούσε τις μέρες του, οδηγούσε στην Καμπρίλο, εκείνα τα τέλεια χιλιόμετρα από το Κέιπ Χέιβεν και πέρα, κάθε ματιά ένα στιγμιότυπο τόσο παραδεισένιο που πολλοί έρχονταν από την άλλη άκρη της χώρας για να το δουν, αγόραζαν σπίτια εδώ και τα άφηναν άδεια δέκα μήνες τον χρόνο. «Κοιμήθηκε;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=