Αρχίζουμε από το τέλος

Α Ρ Χ Ι Ζ Ο Υ Μ Ε Α Π Ο Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ 17 δρόμου παιδιά από το σχολείο της να κάνουν πετάλι με δύναμη, τα πρόσωπά τους κόκκινα. Τα νέα κυκλοφορούσαν γρήγορα σε μια πόλη όπου ακόμα και οι αλλαγές στον πολεοδομικό κανονι- σμό συχνά γίνονταν πρωτοσέλιδο. Δυο αγόρια σταμάτησαν κοντά στο περιπολικό και άφησαν τα ποδήλατά τους να πέσουν. Το ψηλότερο, λαχανιασμένο, με το μαλλί κολλημένο στο κεφάλι του, πήγε αργά προς το ασθενοφόρο. «Πέθανε;» Η Ντάτσες σήκωσε το πιγούνι και τον κοίταξε κατάματα. «Άντε γαμήσου». Η μηχανή του ασθενοφόρου μούγκρισε και η πόρτα έκλεισε. Το θαμπό γυαλί θόλωνε τον κόσμο. Αυτοκίνητα έπαιρναν φιδωτά τις στροφές μέχρι που πέρασαν την κορυφή του λόφου, ο Ειρηνικός πίσω τους, οι βράχοι ξεπρό- βαλλαν από το νερό σαν κεφάλια πνιγμένων. Η Ντάτσες κοίταζε τον δρόμο του σπιτιού τους ως το τέλος, μέχρι που στην οδό Πενσακόλα τα δέντρα άπλωσαν τα κλαδιά τους και συναντήθηκαν σαν χέρια ενωμένα σε προσευχή για το κορίτσι και τον αδελφό του και για την τραγωδία που ξετυλιγό- ταν και είχε αρχίσει πολύ καιρό πριν γεννηθούν. Η νύχτα έβρισκε όσους της έμοιαζαν, και κάθε νύχτα κατάπινε την Ντάτσες τόσο ολοκληρωτικά που ήταν σίγουρη ότι δεν θα ξαναδεί τη μέρα, ή τουλάχιστον δεν θα την ξαναδεί όπως την έβλεπαν τα άλλα παιδιά. Το νοσοκομείο ήταν το Βάνκουρ Χιλ και η Ντάτσες το ήξερε πολύ καλά. Αφού πήραν τη μητέρα της, απέ- μεινε να στέκει στο γυαλισμένο δάπεδο που καθρέφτιζε τα φώτα, με το βλέμμα καρφωμένο στην πόρτα από όπου ο Γουόκ έφερε τον Ρόμπιν. Τους πλησίασε, πήρε τον αδελφό της από το χέρι, τον οδήγησε στο ασανσέρ και ανέβηκαν στον δεύτερο όροφο. Στον θάλαμο αναμονής, με τα φώτα χαμηλωμένα, έσπρωξε δύο πολυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=