Αρχίζουμε από το τέλος

C H R I S W H I T A K E R 16 τσες με το χέρι στους ώμους του αδελφού της που ακουμπούσε βαρύς πάνω της σαν να μην είχε πια κόκαλα στο μικρό του σώμα. Είπε στην κοπέλα να πάρει το 911. «Το έχω ήδη καλέσει». Σήκωσε με τον αντίχειρα τα βλέφαρα της Σταρ και είδε μόνο ασπράδι. «Θα γίνει καλά;» Η φωνή του αγοριού. Ο Γουόκ έριξε μια ματιά προς την πόρτα ελπίζοντας να ακού- σει σειρήνες, κοιτάζοντας τον πυρακτωμένο ουρανό. «Μπορείτε να πάτε έξω να έχετε τον νου σας μήπως έλθουν;» Η Ντάτσες κατάλαβε τον λόγο και πήρε τον Ρόμπιν έξω. Η Σταρ τραντάχτηκε τότε, ξέρασε λίγο και τραντάχτηκε ξανά, λες και ο Θεός ή ο Θάνατος είχαν αρπάξει την ψυχή της και την τραβούσαν για να τη βγάλουν. Ο Γουόκ τής είχε δώσει χρόνο, είχαν περάσει τρεις δεκαετίες από τη Σίσι Ράντλεϊ και τον Βίνσεντ Κινγκ, αλλά η Σταρ ακόμη μουρμούριζε περί ετερναλισμού, για το παρελ- θόν και το παρόν που συγκρούονται, για τη δύναμη που απευθυ- γραμμίζει το μέλλον και δεν πρόκειται ποτέ πια να διορθωθεί. Η Ντάτσες μπήκε πίσω στο ασθενοφόρο με τη μητέρα της, ο Γουόκ θα έφερνε τον Ρόμπιν. Η κοπέλα παρακολουθούσε καθώς δούλευε ο νοσηλευτής. Ευ- τυχώς εκείνος δεν προσπάθησε να της χαμογελάσει για να την καθησυχάσει. Είχε αρχές φαλάκρας και ίδρωνε, ίσως είχε κουρα- στεί να σώζει αυτούς που ήταν αποφασισμένοι να πεθάνουν. Για λίγο το ασθενοφόρο παρέμεινε σταθμευμένο μπροστά στο σπίτι, η πίσω πόρτα του ανοιχτή για τον Γουόκ, δίπλα τους όπως πάντα, το χέρι του στον ώμο του Ρόμπιν. Ο μικρός το χρειαζόταν αυτό, την παρηγοριά ενός μεγάλου, την αίσθηση της ασφάλειας. Απέναντι στον δρόμο κουρτίνες κινούνταν και σκιές έκριναν και κατέκριναν σιωπηλά. Και μετά η Ντάτσες είδε στο τέλος του

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=