Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου - Ομάδα Προσανατολισμού Ανθρωπιστικών Σπουδών)

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΑΝΤΊΛΗΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΊΑ: […] ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ 68 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 1η ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (Ετυμολογία, ομόρριζα, συνώνυμα, αντώνυμα) θαυμάζειν, θαυμάσαντες, θαυμάζων, θαυμασίων: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό τὸ θαῦμα (= παράξενο θέαμα). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: θαυμαστός, αξιοθαύμαστος, θαυμασμός, θαυμαστής, θαυ- μάστρια, θαυμάσιος, θαυμαστικό, θαυματοποιός, θαυματουργός, θάμα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἄγαμαι, ἀπορῶ, ἐκπλήττομαι, ἐξίσταμαι. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: καταφρονῶ, ἀτιμάζω . ἄνθρωποι, ἄνθρωπος < ἀνήρ, ἀνδρ-ὸς + ὤψ, ὠπός (= όψη) ή κατ’ άλλους ἄνω + θρώσκω (αβάσι- μη επιστημονικώς αυτή η ετυμολογία κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ανθρώπινος, ανθρωπιστής, ανθρωπισμός, συνάνθρωπος, ανδρειοσύνη, ανδριάντας, ανδραγάθημα, ανδρα- γαθία, ανδράποδο, εξανδραποδισμός, ανδρείκελο, ανδροπρεπής, άντρας, αντρόγυνο. ἤρξαντο, ἀρχῆς, ὑπαρχόντων, ἤρξατο < ἄρχω < ρίζα ἀρχ-: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αρχή, αρχαίος, αρχάριος, αρχείο, αρχίζω, άρχοντας, αρχαιρεσία, αρχηγός, αρχιεπίσκοπος, αρχιεργάτης, αρχιερέας, αρχι- στράτηγος, αρχιτεκτονική, αρχομανής, αναρχία, άναρχος, έναρξη, επαρχία, συναρχηγός, υπάρχω, υπαρκτός, υπάρχοντα (τα), ανυπαρξία, προϋπάρχω, συνύπαρξη, ναύαρχος, ταξίαρχος, ολιγαρχία, νομάρχης, γυμνασιάρχης, δασάρχης, καταστηματάρχης, πατριάρχης, πειθαρχώ, πειθαρχία. πρόχειρα < πρὸ + χείρ (= χέρι): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: προχειρότητα, προχειρίζω, προχειρογραμμένος, προχειροδουλειά, προχειρολόγημα, προχειρολόγος, προχειρολογία. ἀτόπων < ἀ- (στερητ.) + τόπος: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ατόπημα, τόπος, τοπίο, τοπικός, τοπικισμός, τοπωνύ- μιο, τοποθεσία, τοποτηρητής, επιτόπιος, ντόπιος, εντοπιότητα, εντοπισμός. μικρὸν ή σμικρόν: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: μικρός, μικρότητα, μικροαστός, μικροατύχημα, μικρόβιο (μικρο- βιοκτόνος, μικροβιολογία), μικρογραφία, μικροκαμωμένος, μικροκύματα, μικρομεσαίος, μι- κροπράγματα, μικροπρέπεια, μικροπωλητής, μικροσκόπιο, μικρόφωνο, μικρόψυχος. ΣΥΝΩΝΥ- ΜΑ: παῦρος, ὀλίγος . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: πολύς . προϊόντες, ἐλεύθερος, ἐλευθέραν < εἶμι/ἔρχομαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα *εἰ- και με μετάπτωση *ἰ- και *οἰ- · εἶ- + -μι > εἶμι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ιταμός, ιταμότητα, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προ- σιτός, απρόσιτος, αμαξιτός, ανεξίτηλος, ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, προσηλυτισμός. παθημάτων < πάθος < πάσχω: από το θέμα παθ- (πρβ. ἔ-παθ-ον)· πάσχω < θέμα πενθ-, με με- τάπτωση > παθ- + πρόσφυμα σκ + κατάληξη -ω > πάθ-σκ-ω > πάσκω > πάσχω. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πάσχω, παθαίνω, παθιάζω, πάθος, πάθηση, παθητικός, πενθώ, πένθιμος, παθογόνος, παθολό- γος, παθολογικός, απαθής, ασυμπαθής, αντιπαθώ, αντιπάθεια, εμπαθής, ευπαθής, περιπαθής, προσπαθώ, συμπαθώ, συμπαθητικός, συμπάσχω, αδενοπάθεια, εγωπάθεια, ηδυπάθεια, ητ- τοπαθής, καρδιοπαθής, μετριοπαθής, μυστικοπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής, σεισμοπαθής, τηλεπάθεια, ψυχοπαθής, ωραιοπαθής. διαπορήσαντες, ἀπορῶν: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ἄπορος < ἀ- (στερητ.) + πόρος (< περῶ). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: απορία, άπορος, απόρημα, απορηματικός, ευπορία, εύπορος, βιοπορισμός, βιοποριστικός, προσπορισμός, πορεία, πορθμός, οδοιπόρος, οδοιπορία, οδοιπορικός, αργοπορία, πεζοπόρος, πεζοπορία, αεροπόρος, αεροπορία, πρωτοπόρος, πρωτοπορία. σελήνης: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: σελάνα (δωρ.) < σέλας. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: σεληνιακός, σεληνιάζομαι, σεληνια- σμός, σεληνοειδής, πανσέληνος, σεληνόφως. ἥλιον: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ηλιακός, ηλίαση, ανήλιο, ανήλιαγος, ηλιοστάσιο, ηλιόγερμα, ηλιοβασίλεμα, ηλιοθεραπεία, ηλιόλουστος, ηλίανθος, ηλιοτρόπιο. ἄστρα < ἀστήρ: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αστερίας, αστέρινος, αστερίσκος, αστερισμός, αστερόεις, αστεροει- δής, αστεροσκοπείο, αστρικός, αστρολογία, αστροναύτης.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=