Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Τρίτος Τόμος

AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 23 ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ H ΠΟΛΙΣ 16η τερη αυτή περίπτωση, η τελ(ε)ολογία προϋποθέτει σχεδόν πάντα ένα ιδεώδες κοσμικής αρμονίας αισθητικοηθικής έμπνευσης. Αρκετά διαδεδομένη στην αρχαία και στη μεσαιω- νική σκέψη, η τελ(ε)ολογική άποψη επικρίθηκε συχνά στη νεότερη και στη σύγχρονη εποχή και τροφοδότησε έντονες συζητήσεις στη φιλοσοφία των επιστημών και στη φιλο- σοφία της ιστορίας. Κατά τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, πρώτος ο Αναξαγόρας παρα- δέχτηκε την αιτιότητα του σκοπού, μιλώντας για μια νόηση ρυθμίστρια όλων των πραγ- μάτων, αυτόνομη και χωρισμένη από αυτά. Ο Πλάτωνας διατύπωσε εξάλλου την άποψη ότι ο νους που κυβερνά τον κόσμο ενεργεί προς το καλύτερο και επομένως τα φυσικά αίτια υπόκεινται στους ηθικούς σκοπούς του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης, στη συνέχεια, ταύτισε την αιτία κάθε πράγματος με τον σκοπό του και διέκρινε την τελική αιτιότητα από τη γενεσιουργό, υποτάσσοντας την κίνηση ολόκληρου του σύμπαντος στον μοναδικό σκοπό, που είναι ο θεός. Στη μετά τον Αριστοτέλη φιλοσοφία, θεωρίες πρόνοιας και τελ(ε)ολογικές συναντάμε κυρίως στους Στωικούς, που θεώρησαν την αναγκαία αλληλε- ξάρτηση των πραγμάτων ως έκφραση ενός σχεδίου πρόνοιας, που ενεργεί επιτρέποντας το κακό για να υπάρξει το καλό και που μπορούμε να το διακρίνουμε με τη μαντική. μάλιστα δὲ καὶ τοῦ κυριωτάτου πάντων Με τη φράση τοῦ κυριωτάτου πάντων (ενν. τῶν ἀγαθῶν ) ο Αριστοτέλης εννοεί το υπέρτα- το αγαθό που επιδιώκουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι ( τὸ ἀκρότατον πάντων τῶν πρακτῶν ἀγαθῶν ), δηλαδή την εὐδαιμονίαν , για την οποία γίνεται λόγος διεξοδικά στο πρώτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων, όπου ο φιλόσοφος προσπαθεί να καθορίσει τη φύση και το περιεχόμενο του όρου. Η λέξη εὐδαιμονία ( εὖ + δαίμων ) σημαίνει αρχικά την εύνοια του θείου, επομένως εί- ναι κάτι που δεν το πετυχαίνει ο άνθρωπος μόνος του, αλλά του το δίνει ο θεός (κάτι ανάλογο σημαίνει και η λέξη εὐτυχία , δηλαδή πρόκειται για κάτι που το δίνει η τύχη). Πριν από τον Αριστοτέλη ασχολήθηκαν και άλλοι φιλόσοφοι (ο Ηράκλειτος και ο Δημό- κριτος) με το περιεχόμενο του όρου, διατυπώνοντας την άποψη ότι η εὐδαιμονία δεν προέρχεται από το θείο, αλλά την έχει ο άνθρωπος μέσα του και μόνο από τις δικές του πράξεις θα την κατακτήσει ή όχι. Ο Αριστοτέλης, με τη σειρά του, ορίζει την εὐδαιμονίαν του ανθρώπου όχι ως κατάστα- ση αλλά ως ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της τέλειας αρετής ( ἡ εὐδαιμονία ἐστὶ ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν ). Βλέπε και Αρχαία Ελληνικά, Φιλοσοφικός Λόγος, Γ΄Λυκείου , σελ. 138-9. Οι παραπάνω απόψεις των φιλοσόφων αναφέρονται στην εὐδαιμονίαν ως το υπέρτα- το αγαθό στον ηθικό βίο του ανθρώπου. Ωστόσο για τον Αριστοτέλη η εὐδαιμονία είναι και ο προορισμός της πόλεως (το υπέρτατο τέλος της) και αυτό σημαίνει ότι ο φιλόσοφος ταυτίζει το υπέρτατο για το άτομο με το υπέρτατο για την πόλη αγαθό (στο έβδομο βιβλίο των Πολιτικών ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι η εὐδαιμονία του καθενός ανθρώπου ξεχωρι- στά συμπίπτει με την ευδαιμονία της πόλεως): η ατομική εὐδαιμονία εξαρτάται από τις

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=