Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Τρίτος Τόμος
16 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ – Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΡΕΤΗ 5η ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (Ετυμολογία, ομόρριζα, συνώνυμα, αντώνυμα) πᾶσαν, πᾶσαι, πάντων, πασῶν, πάσας, πάσης (πᾶς): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θέμα παντ- + κατάληξη -ς. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πάγκρεας, παγκόσμιος, πανάκριβος, πανανθρώπινος, πανάρχαιος, πανδαιμόνιο, πανελλήνιος, πανέμορφος, πανέξυπνος, πανεπιστήμιο, πανευτυχής, πανηγύρι, πανίσχυρος, πανοπλία, πανόραμα, πανούργος, πανσέληνος, πάνσοφος, παντογνώστης, παντοπώλης, πα- μπάλαιος, πάμπλουτος, παμπόνηρος, πάμφθηνος, πάμφτωχος, πασίγνωστος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ὅλος, ἅπας, σύμπας. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: οὐδείς, ἕκαστος. πόλιν (πόλις), πολιτικὴ (αβέβαιης ετυμολογίας). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πόλη, πολίτης, πολιτισμός, πολιτεία, πολίτευμα, πολεοδομία, πολιορκώ, πολιούχος, πολιτικολογώ, πολιτογραφώ, απολίτιστος, αντι- πολίτευση, συμπολίτης, ακρόπολη, κωμόπολη, μητρόπολη, μεγαλούπολη, κοσμοπολίτης. ὁρῶμεν (ὁράω -ῶ): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θέματα: α) Fορα + κατάληξη -ω > ὁράω > ὁρῶ· β) ὀπ- > ὄψομαι, ὄπωπα· γ) Fιδ- > ἔ-Fιδ-ον > εἶδον (υποτακτ. ἴδω). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: όραση, οραματισμός, όραμα, οραματίζομαι, ορατός, ορατότητα, όψη, οπτικός, μάτι (< ὀμμάτιον), είδος, είδωλο, ιδέα, οπή, όφις, φίδι (< ὀφίδιον < ὄφις), οφθαλμός, οφθαλμίατρος, οφθαλμοφανής, αόρατος, άποψη, απρόοπτος, διορατικός, εποπτεύω, ευσύνοπτος, έφορος, κάτοπτρο, κάτοψη, μέτωπο, αντιμετω- πίζω, περιωπή, προοπτική, προορατικός, πρόσοψη, πρόσωπο, συνοψίζω, υπερόπτης, ύποπτος, υποψία, ανύποπτος, αυτόπτης, εξόφθαλμος, θυρωρός, μονόφθαλμος, μυωπία, πανόραμα, σκυθρωπός, στενωπός, τιμωρός, χαρωπός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: θεῶμαι, θεωρῶ, βλέπω, ἐξετάζω, σκο- πῶ. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἀβλεπτῶ, τυφλώττω. κοινωνίαν, κοινωνία, κοινωνίαι (κοινωνία): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: κοινωνέω -ῶ < κοινωνὸς < κοινὸς < θέμα κοιν-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κοινός, κοινότητα, κοινωνώ, κοινωνία, κοινωνικός, κοινόβιο, κοινο- βούλιο, κοινοκτημοσύνη, κοινολογώ, κοινωνικοποιώ, κοινωνιολογία, κοινοποιώ, κοινοπολι- τεία, κοινοπραξία, κοινοτάρχης, κοινόχρηστος, κοινωφελής, ακοινώνητος, ανακοινώνω, ανα- κοινωθέν, αντικοινωνικός, διακοίνωση, επικοινωνώ, συγκοινωνώ, πάγκοινος. οὖσαν, ἐστίν, οὖσα (εἰμί): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα ἐσ- + κατάληξη -μι > ἐσμί· με αφομοίωση του σ σε μ > ἐμμί· με απλοποίηση των δύο μ και με αντέκταση > εἰμί. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: όντως, ουσία, ουσιαστι- κός, ανούσιος, απουσία, απών, εξουσία, επουσιώδης, παρουσία, παρουσιάσιμος, παρόν (το), παρών, περιουσία, αυτούσιος, αυτεξούσιος, εσθλός, έτυμος, ετυμολογία. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: γίγνομαι, ζῶ, ὑπάρχω. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: θνῄσκω, τελευτῶ, ἐκλείπω, ἀπολείπω, ἀπόλλυμαι. ἀγαθοῦ (ἀγαθός): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: αβέβαιη η ετυμολογία του (ίσως από το ἄγαν + θέω). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αγαθός, αγαθούλης, αγαθιάρης, αγαθότητα, αγαθοεργία, αγαθοποιός, πανάγαθος, υπεράγα- θος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: χρηστός. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: κακός, πονηρός, φαῦλος, αἰσχρός. συνεστηκυῖαν (συνίσταμαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: σὺν + ἵσταμαι (ἵστημι)· θέματα: α) ισχυρό στη-, β) ασθε- νές στα-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: στήνω, σταματώ, στέκομαι, στηρίζω, στασιάζω· στηλιτεύω, στάδιο, στάθ- μη, σταθμός, σταθμεύω, στάμνα, σταθερός, στάσιμος, στατικός, στητός, στάση, στασίδι, σταυ- ρός, στήθος, στήλη, στήμονας, στήριγμα, στοά, ιστός, ιστίο, ανάσταση, ανάστημα, αναστατώνω, αντικαθιστώ, αντικατάσταση, αναντικατάστατος, αντιστέκομαι, αντίσταση, αποκαθιστώ, αποκα- τάσταση, απόσταση, αποστάτης, αποστασιοποίηση, διάστημα, ενίσταμαι, ένσταση, εξανίσταμαι, εξίσταμαι, εκστατικός, επαναστατώ, επανάσταση, επιστάτης, κατάστημα, κατάσταση, εγκατάστα- ση, ακατάστατος, καθεστώς, παριστάνω, παράσταση, αναπαράσταση, παραστάτης, παραστατι- κός, παράστημα, περίσταση, περιστατικό, προΐσταμαι, προϊστάμενος, προστάτης, προστασία, συνιστώ, σύσταση, ανασύσταση, σύστημα, συστηματικός, συστάδα, ασύστατος, νεοσύστατος, συμπαραστέκομαι, συμπαράσταση, υφίσταμαι, υφιστάμενος, υπόσταση, υποκαθιστώ, υποκα-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=