Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Δεύτερος Τόμος

ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΠΑΙΔΕΙΑ […] ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ 18 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 3η ὄπισθεν < ὀπίσω + -θεν: ΑΝΤΩΝΥΜΟ: ἔμπροσθεν . ὁδόν (ὁδός): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: οδηγός, οδοιπόρος, οδεύω, μέθοδος, πάροδος, είσοδος, δίοδος, διέξο- δος, έφοδος, οδόσημο, οδοστρωτήρας, οδόστρωμα, οδόφραγμα. τειχίον < τεῖχος: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: τείχιση, τείχισμα, τειχιστής, τειχομαχία, τειχοδομία, τοίχος, τοιχοποιία, τοίχωμα. θαυματοποιοῖς (θαῦμα + ποιῶ), θαύματα: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό τὸ θαῦμα (= παράξενο θέαμα). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: θαυμαστός, αξιοθαύμαστος, θαυμασμός, θαυμαστής, θαυμάστρια, θαυ- μάσιος, θαυμαστικό, θαυματοποιός, θαυματουργός, θάμα. πρόκειται < πρὸ + κεῖμαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ρίζα κει- και με μετάπτωση κοι-, κω- και κυ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κείμενο, κειμενικός, κειμήλιο, κείτομαι, κοίτη, κοιτίδα, κοίτασμα, κοιτώνας, κώμη, κωμόπολη, κωμικός, κώμα, κωματώδης, Κύμη, αντίκειμαι, αντικείμενο, αντικειμενικός, αντικειμενικότητα, διάκειμαι, έγκειται, επίκειται, κατάκοιτος, παρακείμενος, πρόκειται, πρόσκειμαι, υποκείμενο, υποκειμενικός, υποκειμενικότητα. παραφράγματα (παράφραγμα < παρὰ + φράσσω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα φαρκ-/φαργ- > φραγ- (με μετάθεση), θέμα φράγ- + -j-ω > φράττω, άγνωστης ετυμολογίας. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φράγμα, φραγή, φράχτης, άφρακτος, απόφραξη, έμφραγμα, φραγμός, διάφραγμα. δεικνύασι (δείκνυμι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα δείκ- + -νυ- (πρόσφυμα) + -μι > δείκνυμι, δεικ- + -νύ- +-ω > δεικνύω. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: δείγμα, δείξη, δείκτης, αναπόδεικτος, αποδεικτικός, από- δειξη, δειγματοληψία, δειγματολόγιο, δεικτικός, ενδεικτικός, ένδειξη, επιδεικτικός, επίδειξη, παράδειγμα, παραδειγματικός, παραδειγματισμός, υπόδειγμα, υποδειγματικός, υπόδειξη. ΣΥ- ΝΩΝΥΜΑ: φαίνω, δηλῶ, ἐμφαίνω, μηνύω, σημαίνω. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: κρύπτω . ἔφη (φημί) (θ. φη-, φᾱ-, φᾰ- και με ετεροίωση φω-): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φήμη, προφήτης, προφητεία, φατός, άφατος, διαφήμιση, (πιθανόν και) φωνή. φέροντας, παραφερόντων, παραφερομένων (φέρω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: οι τύποι του ρήματος σχημα- τίζονται από τρία θέματα: 1. από θέμα φερ-: ΕΝΣ: φέρ-ω. 2. από θέμα ἐνεκ-/ἐνεγκ-/ἐνοκ, ΑΟΡ: ἤνεγκα, ἤνεγκον, ἠνεγκάμην, ἠνέχθην, ΠΡΚ: ἐν-ένοκ-α > ἐνήνο-χα, ἐν-ένεκ-μαι > ἐνήνεγμαι. 3. από θέμα οἰ-: ΜΕΛ: οἴ-σω, οἴ-σομαι, οἰ-σ-θήσομαι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φόρος, φορείο, φέρετρο, φερέγγυος, φερτός, φορά, φορέας, φόρεμα, φαρέτρα, φερνή, φόρτος, φορτίο, ευφορία, φε- ρέφωνο, δορυφόρος, αμφορέας, ασθενοφόρο, αυτόφωρος, διάφορος, κατάφωρος, μαρσιπο- φόρο, μεταφορέας, μεταφορικός, παράφορος, πολύφερνος, φωριαμός, διηνεκής, βεληνεκές, διένεξη, οισοφάγος. σκεύη, σκευαστῶν (σκεῦος): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: σκευή, σκεύασμα, συσκευασία, συσκευαστής, παρα- σκευή, παρασκευαστής, κατασκεύασμα, διασκευή, σκευοφυλάκιο. ζῷα (ζῷον < ζήω, ζῶ): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ζωή, ζωηρός, ζωτικός, ζωύφιο, ζώδιο, ζωντανός, ζωντάνια, ζήση, ζήσιμο, ζήτω, ζωώδης. εἰργασμένα < ἐργάζομαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό ἔργον (< *Fέργον), αρχικό θέμα *Fεργ-· ἐργάδ-jομαι > ἐργάζομαι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εργασία, εργάτης, εργατικότητα, εργαστήρι, εργαλείο, αργία, άεργος, ακατέργαστος, ανεργία, απεργία, ενέργεια, ενεργώ, επενεργώ, οργανισμός, αρι- στούργημα, αυτενέργεια, αυτουργός, γεωργός, καινούριος, κακούργος, λειτούργημα, συνερ- γείο, σύνεργο, ταχυδακτυλουργός. φθεγγομένους, φθέγξαιτο, φθεγγόμενον (φθέγγομαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα φθέγ- + -j-ομαι > φθέγγομαι, άγνωστης ετυμολογίας. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φθέγμα, απόφθεγμα, αποφθεγματικός, φθόγ- γος, δίφθογγος, φθεγκτός, άφθεγκτος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀλαλάζω, βοῶ, κράζω, λαλῶ, λέγω, φάσκω, φημί, φράζω, φωνῶ. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: σιγῶ, σιωπῶ. σιγῶντας (σιγάω -ῶ): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό ἡ σιγή, θέμα σιγά- + -jω > σιγάω-, αβέβαιης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=