Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Δεύτερος Τόμος
ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ: OI ΔΕΣΜΩΤΕΣ AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 17 8η ἀναπεπταμένην < ἀνὰ + πετάννυμαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα πετ- > πετα- και με συγκοπή πτα-, θέμα πετάσ- + -νυ- (πρόσφυμα) + -μι > πετάννυμι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πέταλο, παραπέτασμα, καταπέ- τασμα, πτηνό, πτήση, πτητικός, φτερό, πτέρυγα, πτερύγιο. φῶς < φάος (πιθανόν στην ίδια ετυμολογική οικογένεια με τα φημί, φαίνω): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φω- τεινός, πάμφωτος, φωτογενής, φωτογένεια, φωτόλυση, φώσφορος, ξέφωτο, φωστήρας, φω- τιά, φώτιση, φωταψία, φωτοβολίδα, φωτογραφία, φωτογράφος. ἐχούσῃ, ὑπερέχοντα, ἔχειν, ἔχοι < ἔχω: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εχέφρων, εχέμυθος, εχεμύθεια, εχέγγυο, έξη, εξής, καχεξία, ευεξία, ανακωχή, αποχή, δικαιούχος, διπλωματούχος, ένοχος, εξοχή, εποχή, εσοχή, ηνίοχος, κατοχή, κατοχικός, κληρούχος, κληρουχία, μέτοχος, οχυρός, παροχή, πάρο- χος, συνοχή, καχεκτικός, καχεξία, μειονεξία, περιεκτικός, περιοχή, πλεονεξία, προνομιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, συνταξιούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, άσχετος, σχήμα, σχολείο. πᾶν (πᾶς): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πάντα, παντού, παντοτινός, πασιφανής, πασίγνωστος, πάνοπλος, παντο- γνώστης, παντοκράτορας. δεσμοῖς, δεσμωτῶν, δεσμωτήριον < δέω, δῶ: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: δέμα, δεμάτι, δέσμη, δεσμός, δεσμώ- της, δεσμωτήριο, δέσιμο, άδετος, διάδημα, υπόδημα, σύνδεσμος, αλληλένδετος, δεσπότης, δούλος. ὄντας (εἰμί): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εσθλός, έτυμον, ον, όντως, οντότητα, ουσία, εξουσιαστικός, ετυμολογία, οντολογία, οντολογικός, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό. σκέλη (σκέλος): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ισοσκελής, ανισοσκελής, σκελέα, σκελαλγία. μένειν (μένω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: θ. μεν- και με μετάπτωση μον-. ΜΕΛ: μενε- + κατάληξη -σω > μενέ-ω > μενῶ. ΑΟΡ: ἐ- + θέμα μεν- + -σα > ἔ-μεν-να > ἔμεινα (το -σ- αφομοιώνεται σε -ν->, τα δύο -ν- απλοποιούνται σε ένα και αντεκτείνεται το -ε- σε -ει-). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: μονή, μόνιμος, μονιμότητα, μόνος, μοναχός, μοναξιά, μοναστήρι, ανυπόμονος, διαμονή, διαμονητήριο, έμμονος, εμμονή, αναμονή, επίμονος, υπομονή. κύκλῳ (κύκλος): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: κύκλιος, κυκλικός, Κυκλάδες, κυκλάμινο, κυκλοειδής, κυκλοθυμι- κός, κύκλοτρο, κυκλοφορία, κύκλωμα, κυκλώνας, Κύκλωπας. ἀδυνάτους < ἀ- (στερητ.) + δύναμαι: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: σκοτεινής ετυμολογίας, από θέματα: δύνα- και δυνασ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: δύναμη, δυνατότητα, δυνατός, δυναμικότητα, δυναμικός, δυναστεύω, δυνάστης, δυνητικός, δυναμογράφος, δυναμόμετρο, αδυναμία, αδυνατώ, αδυνατίζω, (απο) δυναμώνω, ενδυναμώνω, καταδυναστεύω, υπερδύναμη, αυτοδύναμος, ισοδύναμος, χεροδύ- ναμος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀσθενής, ἀνίκανος. ΑΝΤΩΝΥΜΑ: δυνατός, ἱκανός, σθεναρός. περιάγειν (περὶ + ἄγω): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αγέλη, άγημα, αγρός, αγρότης, αγωγή, αγωγός, αγώγι, αγω- γιάτης, αγώγιμος, αγώνας, αγωνία, αγωνιστικός, άμαξα, αναγωγή, ανάγωγος, άξιος, αξία, αξιό- μαχος, άξονας, αξονικός, απαγωγή, αρχηγός, διαγωγή, εισαγωγέας, εισαγωγή, εξαγωγέας, εξα- γωγή, επαγωγή, επαγωγικός, επείσακτος, ευάγωγος, καταγωγή, καταγώγιο, κυνηγός, λοχαγός, νηπιαγωγός, ξενάγηση, ξεναγός, οδηγός, παιδαγωγός, παραγωγή, παραγωγός, παράγωγος, παρθεναγωγείο, προαγωγή, προακτέος, προσαγωγή, στρατηγός, συναγωγή, συναξάρι, σύνα- ξη, υδραγωγείο, χορηγία, χορηγός. πυρός (πῦρ): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πυρήνας, πυρετός, πύρινος, πύρωμα, πύραυλος, πυρκαγιά, πυροσβέ- στης, πυρίτιδα, πυρίκαυστος, πυρίμαχος. ἄνωθεν < ἄνω + -θεν: ΑΝΤΩΝΥΜΟ: κάτωθεν . πόρρωθεν < πόρρω + -θεν: ΑΝΤΩΝΥΜΟ: ἐγγύς, πλησίον . καόμενον < κάω/καίω: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα κάF- + -ω > κάFω > κάω και κάF- + -j-ω > κάjFω > καίω (επένθεση του j και αποβολή του F). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: έγκαυμα, καύση, άκαυτος, καυτός, καυτερός, καυτηριασμός, πυρκαγιά, καυστήρας, διακαής, καύσωνας.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=