Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Δεύτερος Τόμος
ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΠΑΙΔΕΙΑ […] ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ 16 AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 3η ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ (Ετυμολογία, ομόρριζα, συνώνυμα, αντώνυμα) εἶπον: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα λέγ-, Fερε-, ἐρε-, Fρε-> ῥε-> ῥη-, Fερ-, Fεπ- > εἰπ-. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: λέξη, λέξημα, λεξικό, διαλογικός, δυσλεξία, ιδεολόγημα, λογάριθμος, λογικός, λόγος, πολυλογάς, φιλόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό, ρήτορας, ρήτρα, απόρρητος, άρρητος, έπος, επικός, επύλλιο, καλλιέπεια, καλλιεπής. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἀγορεύω, δημηγορῶ, διηγοῦμαι, λαλῶ, φάσκω, φημί. ΑΝΤΩ- ΝΥΜΑ: σιωπῶ . ἀπείκασον, εἰκός, εἰκόνα: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρήμα εἴκω (= μοιάζω, φαίνομαι). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: εικόνα, εικονικός, επιείκεια, επιεικής, εικασία, εικαστικός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ὁμοιῶ, παραβάλλω, παρατίθημι . πάθει < πάσχω: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το θέμα παθ- (πρβ. ἔ-παθ-ον)· πάσχω < θέμα πενθ-, με μετάπτω- ση > παθ- + πρόσφυμα σκ + κατάληξη -ω > πάθ-σκ-ω > πάσκω > πάσχω. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πάσχω, παθαίνω, παθιάζω, πάθηση, παθητικός, πενθώ, πένθιμος, παθογόνος, παθολόγος, παθολογι- κός, απαθής, ασυμπαθής, αντιπαθώ, αντιπάθεια, εμπαθής, ευπαθής, περιπαθής, προσπαθώ, συμπαθώ, συμπαθητικός, συμπάσχω, αδενοπάθεια, εγωπάθεια, ηδυπάθεια, ηττοπαθής, καρ- διοπαθής, μετριοπαθής, μυστικοπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής, σεισμοπαθής, τηλεπάθεια, ψυχοπαθής, ωραιοπαθής. φύσιν (φύσις): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: φύση, φυσικός, φυτό, φύτρα, φυτικός, φυσιοδίφης, φυσιολάτρης, φυσιογνωμία, έμφυτος, σύμφυτος, υπερφυσικός. παιδείας, ἀπαιδευσίας, παίδων < παῖς (παιδ-ός): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: παιδί, παιδικός, παιδεύω, παιδια- ρίζω, παίζω, παιχνίδι, παίχτης, παιδαγωγός, παιδαγωγική, (δια)παιδαγώγηση, διαπαιδαγωγώ, παιδίατρος, παιδομάζωμα, παιδότοπος, απαίδευτος, εκπαιδεύω, εκπαιδευτήριο, εκπαιδευτικός, συμπαιγνία, συμπαίχτης, αθλοπαιδιά. ἰδέ, ὁρᾶν, ὁρῶ, ὅρα, ἑωρακέναι, ὁρῷεν < ὁράω -ῶ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από θέμα Fορά- > ὁρά-, ὀπ-, Fιδ- > ἐ- Fιδ- ον > εἶδον. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: όραμα, όραση, ορατός, αόρατος, αδιόρατος, διορατικός, ενόραση, θεόρατος, πανόραμα, θυρωρός, τηλεόραση, παρόραμα, οπή, οπτικός, όψη, παρω- πίδα, προσωπίδα, κάτοπτρο, αντικατοπτρισμός, εποπτικός, μέτωπο, πρόσωπο, προσωπικός, συνοπτικός, ιδέα, ιδεατός, ιδεολόγος, ανίδεος, ιδανικός, είδος, είδηση, ειδήμων. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: βλέπω, θεῶμαι. ἀνθρώπους, ἄνθρωπος < ἀνήρ, ἀνδρ-ὸς + ὤψ, ὠπός: (= όψη) ή κατ’ άλλους ἄνω + θρώσκω (αβάσιμη επιστημονικώς αυτή η ετυμολογία κατά το λεξικό Μπαμπινιώτη). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: αν- θρώπινος, ανθρωπιστής, ανθρωπισμός, συνάνθρωπος, αντρειοσύνη, ανδριάντας, ανδρα- γάθημα, ανδραγαθία, ανδράποδο, εξανδραποδισμός, ανδρείκελο, ανδροπρεπής, άντρας, αντρόγυνο. καταγείῳ < κατὰ + γῆ: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: πιθανόν από την ομηρική λέξη αἶα. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: γήπεδο, γηγενής, γήινος, γεωλόγος, γεωγράφος, γεωμέτρης, γεωπόνος, γεωργός, υπόγειος, υπέργειος, μεσόγειος. οἰκήσει < οἶκος, παρῳκοδομημένον < παρὰ + οἰκοδομέω (< οἶκος + δέμω): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: οί- κημα, οίκηση, οικία, οικισμός, ιδιοκατοίκηση, διοίκηση, συγκατοίκηση, μετοίκηση, κατοικία, μονοκατοικία, πολυκατοικία, συνοικία, αποικία, παροικία, ένοικος, περίοικος, κάτοικος, συ- γκάτοικος, μέτοικος, οικιστικός, αποικισμός, αποικιστικός, οικοδεσπότης, οικογένεια, οικότρο- φος, οικόπεδο, οικοσκευή, οικόσημο, οικονομία, οικόσιτος, οικουμένη, οικολογία, οικοδόμος, συνοικέσιο. σπηλαιώδει, σπήλαιον < σπέος + -ώδης (< ὄζω = μυρίζω): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: σπηλιά, σπηλαίος, σπη- λαιόβιος, σπηλαιολόγος, σπηλαιολογία, σπηλαιώτης, σπηλαίωση, σπηλαιοδίαιτος.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=