Αρχαία Ελληνικά (Γ' Λυκείου) - Δεύτερος Τόμος

ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ: OI ΔΕΣΜΩΤΕΣ AΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ | Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ 19 8η ετυμολογίας. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: σιγή, σιγαλός, σιγαλιά, σιγαστήρας, σιγανός, σιγομιλώ, σιγομίλη- τος. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: σιωπῶ, ἀποκρύπτω . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: βοῶ, λαλῶ, λέγω, ληρῶ, φημί, φθέγγομαι. ἄτοπον, ἀτόπους (ἄτοπος): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ἀ- (στερητ.) + τόπος. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: τοπικός, τοπικιστής, εντοπιότητα, ντόπιος, ντοπιολαλιά, τοποθεσία, τοπωνύμιο, τοποτηρητής, τοπάρχης. ΣΥΝΩΝΥ- ΜΑ: ἄλογος . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: εἰκός . οἵει (οἵομαι): ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: οίηση, οιηματίας. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: νομίζω, ἡγοῦμαι, ὑπολαμβάνω, δοκῶ, δοξάζω, κρίνω, φρονῶ. σκιάς, σκιάν (σκιά): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: πιθανόν συνδέεται με τη λέξη σκηνή. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: σκιερός, σκι- ώδης, σκιάζω, σκίαση, σκιάχτρο, σκιαγραφία, σκίαστρο. προσπιπτούσας (< πρὸς + πίπτω): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: συνδέεται με τις λέξεις: πέτομαι, προπετής, ποτα- μός, πτήσσω, πτωχός κ.ά. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: πτώμα, πτώση, ακατάπτωτος, προπετής, περίπτωση, σύμπτωση, πτωτικός, αδιάπτωτος, ουρανοπετής, υψιπετής, πέφτω, πέσιμο, ξεπεσμός, ξέπεσμα. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: καταβάλλομαι, ῥίπτομαι . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἵσταμαι . ἠναγκασμένοι εἶεν (ἀναγκάζω < ἀνάγκη: αβέβαιης ετυμολογίας· ίσως από το επιτατικό ἀ- + ἄγχω (ρίζα ἀγκ-). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ανάγκη, (εξ)αναγκάζω, αναγκαίος, αναγκαιότητα, αναγκαστικός, εξα- ναγκασμός. ἡγῇ, ἡγεῖσθαι (ἡγοῦμαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα *σαγ- > *σηγ- (μετάπτωση) > *σηγε-(προσθήκη ε) > *ἡγέ- (τροπή του σ σε δασεία)· ἡγέ-j-ομαι > ἡγέομαι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ηγεμόνας, ηγεμονία, ηγε- μονικός, ηγεμονεύω, εισηγητής, διήγηση, διήγημα, αδιήγητος, ευδιήγητος, περιήγηση, Αγησί- λαος, αφηγητής, καθηγητής, ηγέτης, ηγεσία, ηγετικός. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: ἄρχω, βασιλεύω, δυναστεύω, ἡγεμονεύω, ἡγεμονῶ, κρατῶ, ταγεύω, τυραννεύω, τυραννῶ // ὁδηγῶ // οἴομαι, νομίζω, ὑπο- λαμβάνω, δοκεῖ μοι, δοκῶ, κρίνω, δοξάζω, γιγνώσκω, φρονῶ . ΑΝΤΩΝΥΜΑ: ἕπομαι, ἀκολουθῶ, ὀπισθοφυλακῶ . ἠχώ: ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ήχος, ηχηρός, ηχητικός, ηχείο, ηχολήπτης, ηχόχρωμα, ηχομόνωση, ηχορύπανση. παριόντων, παριοῦσαν (παρὰ + εἶμι/ἔρχομαι): ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από ρίζα *εἰ- και με μετάπτωση *ἰ- και *οἰ-· εἶ- + -μι > εἶμι. ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: ιταμός, ιταμότητα, ισθμός, εισιτήριο, εξιτήριο, προσιτός, απρόσιτος, αμαξιτός, ανεξίτηλος, ερχομός, έλευση, προσέλευση, διέλευση, ελευθερία, προ- σηλυτισμός. νομίζειν, νομίζοιεν: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: από το ουσιαστικό νόμος (θέμα νεμ-, νέμω). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: νο- μός, νόμος, νομικός, νομική, νομαδικός, νέμεση, Νεμέα, νόμισμα, νομισματικός, διανομέας, διανομή, αδιανέμητος, κατανομή, απονομή, αστυνομία, αστυνομικός, αστυνόμος, τροχονόμος, αγορανομία, παρανομία, παράνομος, υπόνομος, ανομία, δασονομία, δασονόμος, παιδονόμος, οικονομία, οικονόμος, χειρονομία, αυτονομία, αυτόνομος, ταξινόμηση, εξοικονόμηση, νομο- θέτης, νομοθεσία, νομοσχέδιο, νομοταγής, νομομαθής, σύννομος, νομάς. ΣΥΝΩΝΥΜΑ: οἴομαι, δοκῶ, ὑπολαμβάνω, κρίνω, δοξάζω, φρονῶ. ἀληθές: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: ἀ- (στερητ.) + λήθη, από ρίζα λαθ- προκύπτει ισχυρό θέμα ληθ- και ασθενές λαθ-: λα-ν-θ- + -άν- (πρόσφυμα) + -ω > λανθάνω. Πιθανή η σύνδεση με το λατιν.: lateo (= κρύβομαι). ΕΤΥΜ. ΟΙΚΟΓ.: λήθη, λάθρα, λαθραίος, επιλήσμων, αλήθεια, αληθεύω, άληστος, λησμοσύνη, λήθαργος, λάθος, αλάθητος, λαθεύω, λάθεμα, λησμονώ, λαθρεπιβάτης, λαθρε- μπόριο, λαθροκυνηγός.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=