Άρκσπαϊρ Η πόλη της μαγείας

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ Μετάφραση: Ειρήνη Παϊδούση

Πρώτη έκδοση Μάρτιος 2025 ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Jamie Littler, Arkspire. Puffin, an imprint of Penguin Random House LLC ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Ειρήνη Παϊδούση ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ Θοδωρής Τσώλης ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ Oυρανία Λυμπεροπούλου ΠPOΣAPMOΓH EΞΩΦYΛΛOY Ρεντουάν Αμζλάν ISBN 978-618-03-4365-6 ΒOΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 84365 Κ.Ε.Π. 6016 Κ.Π. 21571 © 2023, Jamie Littler (για τo κείμενο και την εικονογράφηση) © 2024, Εκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO (για την ελληνική γλώσσα) Eκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003500 www.metaixmio.gr • [email protected] Κεντρική διάθεση: Ασκληπιού 18, 106 80 Αθήνα, τηλ.: 210 3647433 Bιβλιοπωλεία ΜΕΤAΙΧΜΙO Aσκληπιού 18, 106 80 Aθήνα, τηλ.: 210 3647433 Πολυχώρος, Ιπποκράτους 118, 114 72 Αθήνα, τηλ.: 211 3003580, fax: 211 3003581 ΜΕ ΤΑ Ι ΧΜΙΟ π α ι δ ι κ ό

Για τη Λιλ, σύντροφο στην αναζήτηση κειμηλίων, χωρίς την οποία δε θα υπήρχε το βιβλίο αυτό.

6 ΕΝ ΤΗ ΓΝΩΣΕΙ Η ΑΚΜΗ

ΟΙ ΑΡΚΑΝΕΣ Πώς είναι τάχα να ’σαι κάτι παραπάνω από άνθρωπος; Να σου έχει δοθεί δύναμη ασύλληπτη; Πώς θα επέλεγες να τη χρησιμοποιήσεις; Οι πέντε Αρκάνες του Άρκσπαϊρ είναι οι μοναδικοί στον κόσμο που διαθέτουν τη δύναμη της μαγείας, και επιλέγουν να τη χρησιμοποιήσουν για να υπηρετούν τους άλλους. Όταν, αιώνες πριν, το ανυπέρβλητο ον γνωστό ως Επισκέπτης μοιράστηκε τη μαγεία του με τους ανθρώπους, οι πέντε Αρκάνες ήταν οι μόνοι που στάθηκαν αντάξιοι τέτοιας δύναμης. Οι Αρκάνες ήταν γενναίοι. Δίκαιοι. Ευλογημένοι. Μας έσωσαν από την τρομακτική μοχθηρία των Προδοτών. Από τα ερείπια ενός κόσμου διαλυμένου από τον πόλεμο και τη δυστυχία, οι πρόγονοί τους χρησιμοποίησαν τα χαρίσματά τους για να χτίσουν τη μεγάλη πόλη του Άρκσπαϊρ, προπύργιο της ειρήνης και της μάθησης. Θυσίασαν τις ανάγκες και τις επιθυμίες τους για να

διασφαλίσουν την προστασία του λαού του Άρκσπαϊρ και να κρατήσουν μακριά την τρομερή κατάρα των Προδοτών. Ποτέ δε θα μας εγκαταλείψουν. Ούτε στον θάνατο. Όταν πλησιάζει το τέλος ενός Αρκάνα, επιλέγει κάποιον άλλον για να μεταβιβάσει τις δυνάμεις του. Ένα παιδί που η καρδιά του είναι αρκετά αγνή για να αποδεχτεί το δώρο της μαγείας. Ένα παιδί που θα αποδειχτεί αντάξιο όσων υπήρξαν πριν από αυτό. Ένα παιδί που θα ορκιστεί να υπερασπιστεί το Άρκσπαϊρ με όλο του το είναι, ώσπου να έρθει η μέρα να μεταβιβάσει τις δυνάμεις του στην επόμενη γενιά. Έτσι διατηρείται ως σήμερα η κληρονομιά των πρώτων Αρκάνων, μια κληρονομιά συμπόνιας απέναντι σε έναν κόσμο αδιάφορο, και μαγείας απέναντι στην απόγνωση. Τα ονόματά τους είναι παντοτινά. Ο Πλάστης. Ο Τυφώνας. Η Πανθόρα. Ο Γρίφος. Η Καλυψώ. Υπό την επίβλεψη των πέντε μεγάλων Αρκάνων και των λαμπρών Ταγμάτων τους, το Άρκσπαϊρ θα στέκει αιώνια. Ζήτω οι Αρκάνες! Ζήτω οι σωτήρες μας!

9

Οίκος του Πλάστη, ηγέτη του Τάγματος της Επινόησης Οίκος της Πανθόρας, ηγέτιδας του Τάγματος της Ίριδας Οίκος του Τυφώνα, ηγέτη του Τάγματος της Λάμψης Οίκος του Γρίφου ηγέτη του Τάγματος των Πυλών Οίκος της Καλυψώς ηγέτιδας του Τάγματος του Μεσονυχτίου ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΝΟΗΣΗΣ ΕΠΙΝΟΗΣΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΨΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΥΛΗΣ Η ΚΑΡΔΙΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΗΣ ΙΡΙΔΑΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟΥ Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΜΑΓΕΙΑΣ

29 1 ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ ΜΟΥ Δύο χρόνια μετά Κάποιος ακολουθούσε την Τζούνιπερ Μπελ. Τον είχε παρατηρήσει μερικά στενά πιο πριν. Είχε βάλει τα δυνατά της να τον ξεφορτωθεί, κρυβόταν και περνούσε μέσα από το πλήθος που έκανε τις δουλειές του στις πολύβουες αγορές της Περιφέρειας της Ίριδας, εκείνος όμως είχε κολλήσει πίσω της σαν το στρείδι. Ήξερε τι έκανε – έπρεπε να του το αναγνωρίσει αυτό η Τζούνιπερ. Ήταν προσεκτικός. Έμενε κρυμμένος στις σκιές που έριχνε στο κατέβασμά του ο απογευματινός ήλιος, αποφεύγοντας τις ηλιαχτίδες που κατάφερναν να τρυπώσουν ανάμεσα στα στοιβαγμένα κτίρια, που υψώνονταν σαν φαράγγια πάνω από τους δρόμους. Χρησιμοποιούσε τους ξεχαρβαλωμένους πάγκους της αγοράς για κάλυψη, περνώντας δίπλα από εμπόρους που διαλαλούσαν τις πραμάτειες τους και τους επίδοξους αγοραστές που στριμώχνονταν μπροστά τους, χαμένος πίσω από

30 τον ατμό των φαγητών που μαγειρεύονταν και του λιβανιού που καιγόταν. Τα χαρακτηριστικά του ήταν κρυμμένα κάτω από τη φαρδιά κουκούλα του μακριού του μανδύα. Πρέπει να είχε βαθιά, σκουρόχρωμα μάτια, σκέφτηκε η Τζούνιπερ, κάποια μεγάλη ουλή στο πρόσωπό του – και σίγουρα ένα μαχαίρι περασμένο στη ζώνη. Ό,τι συνήθιζαν δηλαδή να διαθέτουν τέτοιου είδους μυστηριώδεις τύποι. Ήταν πολύ καλός σε αυτό που έκανε. Μόνο που η Τζούνιπερ Μπελ τύχαινε να είναι ακόμα καλύτερη. Σίγουρα ήταν κυνηγός κειμηλίων όπως εκείνη, και την παρακολουθούσε με την ελπίδα μάλλον να της κλέψει τον λαχταριστό στόχο που κυνηγούσε όλο το απόγευμα. Δεν παίζει το σενάριο, φίλε, σκέφτηκε η Τζούνιπερ. Έριξε μια ματιά προς τον στόχο της, ένα κουρδιστό κάρο που οδηγούσαν τρεις σκληροτράχηλοι στην όψη τύποι. Κρατούσαν το κεφάλι χαμηλωμένο, είχαν καλύψει με το μαντίλι του λαιμού τα χαρακτηριστικά τους και φορούσαν πλατύγυρα καπέλα κατεβασμένα μέχρι κάτω. Προσπαθούσαν να μην τραβούν πολύ την προσοχή. Ο τρόπος που έσφιγγαν όμως τα ρεβόλβερ που είχαν κρυμμένα κάτω από τα μακριά τους πανωφόρια ήταν αυτό που τράβηξε την προσοχή της Τζούνιπερ. Έδειχναν τόσο νευρικοί και αγχωμένοι,

έτσι όπως κοιτούσαν κάθε περαστικό σαν να ήταν εχθρός που περίμεναν να τους επιτεθεί. Δεν τους αδικούσε. Είχε ακουστεί πως οι τρεις τους έρχονταν από τους Ερημότοπους, τα εγκαταλειμμένα ερείπια γύρω από το Άρκσπαϊρ που εκτείνονταν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Όλοι ήξεραν πως στις ξεχασμένες εκείνες περιφέρειες μπορούσε να βρει κανείς τα πιο σπάνια και πολύτιμα κειμήλια απόκρυφης γνώσης. Σιγά μην έβρισκες όμως κανέναν που θα ήθελε να πάει εκεί έξω να τα πάρει. Στους Ερημότοπους πήγαινες μόνο αν α) είχες χαθεί για τα καλά ή β) ήθελες σίγουρα να πεθάνεις. Φαίνεται όμως πως οι τύποι αυτοί είχαν καταφέρει να βγουν σχετικά αλώβητοι (αν αγνοούσε κανείς το κενό, βασανισμένο βλέμμα τους)

32 και, αν έκρινε από αυτό που μάντευε πως ήταν ένας μεγάλος σωρός από λάφυρα κάτω από το κάλυμμα του κάρου, αρκετά πιο πλούσιοι. Άλλος ένας ήχος ήρθε να προστεθεί στην οχλοβοή της αγοράς: το μονότονο τριζοβόλημα από τα μεγάφωνα των φωνόγραφων που υπήρχαν σε ολόκληρη την πόλη. «Να θυμάστε, πολίτες του Άρκσπαϊρ! Όλα τα αντικείμενα απόκρυφης γνώσης ή κειμήλια που υπάρχει η υποψία ότι είναι μαγικά πρέπει να δηλώνονται στους φιλικούς φύλακες της περιοχής σας» ακούστηκε η κομψή φωνή του εκφωνητή, που ήταν τόσο γνώριμη στους κατοίκους του Άρκσπαϊρ. «Οι φύλακες των πέντε Ταγμάτων των Αρκάνων υπάρχουν για να μας προστατεύουν. Ας μην το ρισκάρουμε, καλύτερα. Μην ξεχνάτε: το λαθρεμπόριο φέρνει χάος!» Μια μεγάλη θωρακισμένη κουρδιστή άμαξα διέσχιζε αγκομαχώντας τη διασταύρωση μπροστά από την Τζούνιπερ, με τη λέξη ΕΠΙΤΑΞΗ ζωγραφισμένη στο πλάι με όμορφα γράμματα. Πάνω στην άμαξα βρισκόταν μια ομάδα βαριά αρματωμένων φρουρών, με το έμβλημα της κουκουβάγιας από το Τάγμα της Ίριδας στα μακριά γκρίζα παλτά τους και τα τουφέκια τους να γυαλίζουν στο θολό φως. Στο Άρκσπαϊρ θεωρούνταν πολύ σοβαρό αδίκημα να σε πιάσουν με απαγορευμένα μαγικά κειμήλια. Το θέμα λοιπόν ήταν να μη σε πιάσουν. Το ήξεραν πολύ καλά αυτό οι λαθρέμποροι που παρακολουθούσε η Τζούνιπερ. Ο ρυθμός τους βράδυνε ώσπου σέρνονταν σχεδόν, για να μη φτάσουν πολύ κοντά στην περίπολο. Καθώς τους πλησίαζε η Τζούνιπερ,

33 ένα κορίτσι πετάχτηκε από το πλήθος και έπεσε πάνω της. Φορούσε πουκαμίσα που ήταν ολοφάνερα συναρμολογημένη από κομμάτια υφασμάτων, κι ένα ξεθωριασμένο μπλε παντελόνι εργασίας από κάτω. Τα κοντοκομμένα μαύρα της μαλλιά πλαισίωναν ένα πλατύ, καλοκάγαθο πρόσωπο με μια μικρή μύτη. «Οχ, συγγνώμη!» είπε. «Δεν πειράζει» αποκρίθηκε η Τζούνιπερ και κατέβασε το μεγάλο κασκέτο που φορούσε για να κρύψει τα μάτια της και να μη φανεί πως είχε αναγνωρίσει το κορίτσι. Ήταν η Θία, το καλύτερο φιλαράκι και συνεργός της. Η Τζούνιπερ έβαλε το χέρι στην τσέπη του μακριού φθαρμένου πανωφοριού της και έβγαλε το χαρτί που είχε αφήσει μέσα η Θία. Ήταν διπλωμένο έτσι που να μοιάζει με αρουραίο, το σύμβολο της συμμορίας τους, των Απροσάρμοστων. Βέβαια, η συμμορία για την ώρα αποτελούνταν από δύο μέλη μόνο, εξακολουθούσε να μετράει όμως ως συμμορία, σωστά; Η Τζούνιπερ ξεδίπλωσε το χαρτί και κοίταξε τις ζωγραφιές πάνω του: ένα ανθρωπάκι με περίεργα μαλλιά σαν της Τζούνιπερ κι άλλα έξι ανθρωπάκια πίσω του με μάτια μοχθηρά και δόντια μυτερά. Η Θία την προειδοποιούσε ότι ήταν έξι αυτοί που την ακολουθούσαν, όχι μόνο ένας. Φαίνεται πως ο στόχος της ήταν πιο δημοφιλής από όσο είχε νομίσει. Ό,τι κι αν υπήρχε σε εκείνο το κάρο, πρέπει να ήταν πραγματικά σούπερ ιδιαίτερο. Υπήρχε και ένα βέλος στο κάτω μέρος του χαρτιού,

34 που φανέρωνε πως έπρεπε να κοιτάξει πίσω. Στην άλλη πλευρά υπήρχε η ζωγραφιά μιας φιλικής αρκούδας που αγκάλιαζε το ανθρωπάκι-Τζούνιπερ. Ναι, ήταν γλυκούλι, και ναι, ήταν τέλειο. Η Τζούνιπερ έβαλε το σημείωμα στην τσέπη. Λοιπόν: έξι κυνηγοί κειμηλίων, πέντε από αυτούς κρυμμένοι, κι όλοι είχαν βάλει στο μάτι ό,τι κι εκείνη. Έπρεπε να σκεφτεί κάτι, και γρήγορα. Γλίστρησε σαν αίλουρος μέσα στο πλήθος. Κοίταξε διακριτικά σε μια βιτρίνα και είδε την αντανάκλαση του άντρα με τον μανδύα πίσω της. Εξακολουθούσε να την ακολουθεί, να την πλησιάζει. Πρόσεξε ότι υπήρχε μια άλλη φιγούρα που έστεκε δίπλα σε έναν πάγκο, δυσοίωνη και μυστηριώδης, κι ένας τρίτος που καμωνόταν πως διάβαζε εφημερίδα. Διέκρινε ένα τατουάζ καρχαρία σε έναν από αυτούς κι ένα μενταγιόν με κεφάλι ταύρου σε έναν άλλον. Ανήκαν όλοι σε αντίπαλες συμμορίες αλλά δεν είχε πάρει είδηση ο ένας τον άλλον, από όσο μπορούσε να καταλάβει. Είχαν μαντίλια τραβηγμένα ως ψηλά στη μύτη και έκρυβαν το πρόσωπό τους κάτω από κουκούλες ή καπέλα. Βλέπω να γίνονται ενδιαφέροντα τα πράγματα εδώ πέρα, σκέφτηκε η Τζούνιπερ. Πίστευε όμως πως μπορούσε να το εκμεταλλευτεί προς όφελός της. Πήρε βαθιά ανάσα κι έτρεξε προς το κουρδιστό κάρο. Ο λαθρέμπορος που καθόταν πίσω πίσω δεν είδε την Τζούνιπερ όταν τον έπιασε από το μανίκι· τον απασχολούσε πολύ περισσότερο η άμαξα Επίταξης που χανόταν πιο κάτω στον δρόμο. Τα μάτια του γούρλωσαν

στο άγγιγμά της, το χέρι που κρατούσε το όπλο τινάχτηκε. «Τι θαρρείς πως κάνεις, μικρή;!» της πέταξε. «Φεύγα αποδώ πέρα!» Η καρδιά της Τζούνιπερ χτυπούσε δυνατά στο στήθος της, προσπάθησε όμως να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Σε παρακαλώ, κύριος, να σε προειδοποιήσω ήθελα!» είπε με όσο πιο ταραγμένη φωνή μπορούσε και μάτια μεγάλα που έλαμπαν σαν μικρού γατιού. Ο λαθρέμπορος έμοιαζε έτοιμος να της δώσει κλοτσιά και να την πετάξει στο χαντάκι, ενώ τα φιλαράκια του της έριχναν άγριες ματιές. «Άκου εδώ, μικρή, δε θα σ’ το ξαναπώ–» «Σας παρακαλώ, εκεί πέρα είναι!» Έδειξε τον άντρα με τον μανδύα που σταμάτησε απότομα καταμεσής του δρόμου. «Εκείνος εκεί με την κουκούλα σάς ακολουθεί!» «Δεν αφήνεις τις σαχλαμάρες λέω γω;» Οι λαθρέμποροι όμως κοιτούσαν τώρα τον τύπο με την κουκούλα, προσπαθώντας να καταλάβουν τι ρόλο έπαιζε.

36 «Είδα πως είχε ένα τατουάζ καρχαρία, κι η μαμά μου λέει πάντα να μένω μακριά απ’ όσους έχουν τατουάζ καρχαρία» επέμεινε η Τζούνιπερ. «Τατουάζ καρχαρία;» επανέλαβε μία από τους λαθρέμπορους, μισοκλείνοντας καχύποπτα τα μάτια. Αυτό κατάφερε να τραβήξει την προσοχή τους. Η Τζούνιπερ δεν είχε ιδέα αν ο τύπος που την ακολουθούσε ήταν μέλος της συμμορίας του Καρχαριόδοντα, αλλά ένας τουλάχιστον από τους αλήτες στην αγορά ήταν, και ήξερε ήδη ότι αυτοί εδώ οι λαθρέμποροι ήταν του Τάνγκστεν. Ο Τάνγκστεν, μεγάλο κεφάλι στη μαύρη αγορά κειμηλίων, μισούσε τους Καρχαριόδοντες περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Ο τύπος με την κουκούλα άρχισε να οπισθοχωρεί, κάνοντας τα λόγια της Τζούνιπερ να φανούν ακόμα πιο πειστικά. Την πάτησες, φιλαράκο, σκέφτηκε η Τζούνιπερ. Έπρεπε να το παίξεις αδιάφορος. Οι λαθρέμποροι σήκωσαν τα ρεβόλβερ τους κοιτάζοντας καχύποπτα τον άντρα, όπως ακριβώς είχε ελπίσει η Τζούνιπερ ότι θα έκαναν. Ότι θα ήταν τόσο νευρικοί όσο έδειχναν. Ο άντρας με την κουκούλα το έβαλε στα πόδια. Ένας λαθρέμπορος πυροβόλησε. Και ξέσπασε χάος. Κομμάτια ξύλου και σοβά πετάχτηκαν παντού καθώς οι σφαίρες άρχισαν να γαζώνουν τον δρόμο. Οι άλλοι πέντε κυνηγοί κειμηλίων που ήταν κρυμμένοι έβγαλαν τα πιστόλια τους και ανταπέδωσαν τα πυρά στους λα-

37 θρέμπορους. Ο κόσμος στην αγορά κυριεύτηκε από πανικό. Οι λαθρέμποροι έκαναν μια βουτιά πίσω από το κάρο για να καλυφθούν, ενώ πυροβολούσαν ξανά τους αντιπάλους τους. Η Τζούνιπερ τους ακολούθησε κολλώντας την πλάτη στο κάρο, καθώς οι σφαίρες αναπηδούσαν στο μέταλλο. «Σου τα ’λεγα εγώ, δε σου τα ’λεγα;» είπε στον λαθρέμπορο που είχε προσπαθήσει να προειδοποιήσει. «Πάρε δρόμο – δε θα το ξαναπώ!» Σήκωσε το όπλο του πάνω από το κάρο και πυροβόλησε χωρίς καν να κοιτάξει. «Ουφ… καλά!» έκανε η Τζούνιπερ. «Τι να πω… Πας να βοηθήσεις κάποιον…» Πετάχτηκε πάνω, σκαρφάλωσε στο κάρο και έπεσε στο καραβόπανο που κάλυπτε τα λάφυρα. «Έι, βγες αποκεί μέσα!» φώναξε ο λαθρέμπορος. Εκείνη τη στιγμή οι μηχανισμοί του κάρου άρχισαν να φτύνουν λευκό καπνό και τα σύμβολα στη μηχανή ζωντάνεψαν – όπως ήξερε η Τζούνιπερ ότι θα έκαναν. Η Θία είχε εκμεταλλευτεί τον αντιπερισπασμό για να ανέβει στη θέση του οδηγού και να σπρώξει τους μοχλούς ανάφλεξης. Τα Απροσάρμοστα δούλευαν σαν καλολαδωμένη μηχανή – χτυπούσαν κι έφευγαν, χωρίς να διστάσουν. Το κάρο τινάχτηκε υπάκουα μπροστά, με τα γρανάζια του να τρίζουν. Έξαλλοι οι λαθρέμποροι άρχισαν να το κυνηγούν – τα σύννεφα σκόνης που τίναζαν όμως οι σφαίρες τριγύρω τούς θύμισαν γρήγορα πόσο κινδύνευαν και τους ανάγκασαν να καλυφθούν ξανά.

«Γύρνα πίσω!» φώναξε ένας λαθρέμπορος, λες και υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο. «Εσείς δε μου είπατε να πάρω δρόμο;» Οι λαθρέμποροι συνέχισαν να φωνάζουν στο κάρο που κυλούσε στον δρόμο, τις φωνές τους όμως έπνιγε ο θόρυβος της μηχανής. Η Τζούνιπερ ήταν σίγουρη πως της έστελναν ευχές και καλά λόγια. Κούνησε το χέρι της για να τους ευχαριστήσει, πριν χαθεί στρίβοντας στη γωνία.

ISBN: 978-618-03-4365-6 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 84365 Το Άρκσπαϊρ είναι μια πόλη που λατρεύει τη μαγεία. Οι πέντε Αρκάνες –μια ομάδα πανίσχυρων μάγων– προστατεύουν αιώνες τώρα τη μεγάλη πόλη. Μες στους πολύβουους δρόμους της ζει και η Τζούνιπερ Μπελ, μια κλέφτρα που θα έκανε τα πάντα για την οικογένειά της – ακόμα και για την αφόρητα ενοχλητική αδερφή της. Και τότε, μια νύχτα συμβαίνει κάτι απίστευτο. Ένα κλεμμένο μαγικό κειμήλιο εκρήγνυται αποκαλύπτοντας ένα μυστηριώδες πλάσμα, τον Σπίθα, που από ό,τι φαίνεται έχει «δεθεί» με κάποιον τρόπο με την Τζούνι. Τέτοιου είδους πλάσματα υποτίθεται ότι είναι επικίνδυνοι εχθροί των Αρκάνων, οι οποίοι δεν αργούν να στρέψουν την προσοχή τους πάνω της. Σύντομα η Τζούνι και όλοι όσους αγαπάει παρασύρονται σε έναν απίστευτο κόσμο μαγείας, δύναμης και εξουσίας, μα και μεγάλου κινδύνου. Ο κόσμος που η Τζούνι νόμιζε πως ήξερε μοιάζει να είναι ένα ψέμα – και μόνο εκείνη και ο Σπίθας μπορούν τώρα να τον αλλάξουν.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=