Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

16 ΑΛΚΗ ΖΕΗ ανοιχτοκάστανα και σκούρα μπλε μάτια. Αργή, βαθιά φω- νή. Το χέρι του είναι ζεστό. Το δικό μου παγωμένο. – Είσαι καλή μαθήτρια; Με ξαφνιάζει η πρώτη φράση. – Είμαι. Στην άλγεβρα μόνο τα θαλασσώνω, στις εξι- σώσεις. – Χρειάζεται και η άλγεβρα. Σταματάμε. Μου παίρνει τη σάκα. Απορεί που όλα τα βιβλία είναι ντυμένα με κόλλα. Είχε η Λίζα αγορασμένο ένα ολόκληρο ρολό πριν από τον πόλεμο. Ο Πάνος θα του είπε πως είμαι τσαπατσούλα, γι’ αυτό απόρησε. Το ’χει μανία ο Πάνος να με συστήνει έτσι. «Απόθανε ηρωικώς λόγω τσαπατσουλιάς», λέει πως θα χαράξουν στο μάρμαρο του μνημείου μου μετά την απελευθέρωση. Τα αστεία του Πάνου! – Αύριο στις πέντε και δέκα. Ο Αχιλλέας τονίζει το «και δέκα». Ο Πάνος θα είπε και κανένα καλό, πως δεν αργώ λεπτό στο ραντεβού μου. Θα πάμε με τον ηλεκτρικό στον Πειραιά. Δεν ρωτώ γιατί. Ντρέπομαι να του πω πως δεν έχω ταξιδέψει ποτέ με τον ηλεκτρικό. Ούτε βέβαια με άλλο τρένο. Αθήνα-Πειραιάς. Το πρώτο μου μεγάλο ταξίδι. Αν κα- ταφέρω να κλείσω τους πόντους στο πουλόβερ που πλέκω χωρίς να σουρώσει άγαρμπα στον λαιμό –καλά, είμαι τσα- πατσούλα–, θα το φορέσω. – Να έρθεις με σάκα και ποδιά. Το πουλόβερ έχει χρώμα τσαγαλί. Δεν έχει ξεβάψει,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=