Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

14 ΑΛΚΗ ΖΕΗ – Μ’ αυτό το μπομπονί νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονώ. Η φωνή του Ευγένιου έχει τόση τρυφερότητα που την ξαφνιάζει. «Μ’ αυτό το φουστανάκι μοιάζεις δώδεκα χρο- νώ.» Είχε φορέσει τότε ένα πράσινο φόρεμα με άσπρο πι- κεδένιο γιακαδάκι –έμπνευση και εκτέλεση της Λίζας– και μανσέτες. Ήτανε δεκαοχτώ χρονώ κι οι δυο τους. Τώρα η Ελένη είναι σαράντα δύο χρονώ και τεσσάρων μηνών. Ο Ευ- γένιος την περνά δύο μήνες. «Να μ’ ακούς εμένα που είμαι μεγαλύτερος.» Γελούσανε. Έμοιαζε αλήθεια με κοριτσάκι. Μ’ ένα στήθος τόσο δα, σαν να πρωτοφύτρωνε. Του άρεσε λιγάκι του Ευγένιου. Ύστερα εκείνος παντρεύτηκε την Πό- πη που είχε στήθος Λολομπρίντζιντα. Τώρα η Πόπη είναι μια παχουλή κυρία. Ο Ευγένιος με το πέντε φορές ογδόντα φράγκα –έστω κι αν μείνει απένταρος– θα της αγοράσει από τις «Γκαλερί Λαφαγιέτ» μια φουντωτή περούκα που είναι της μόδας. Έτσι θα εξασφαλίσει τρίμηνο ανακωχή –όπως λέει εκείνος– και θα ησυχάσει λίγο από το: «Γύρ- να πίσω, τι παριστάνεις στα Παρίσια, θαρρείς πως κάνεις αντίσταση; Κάτω κανείς δεν σας υπολογίζει». Αυτά του παραγγέλνει η Πόπη μ’ όποιον γνωστό έρθει από την Αθήνα. – Μ’ αυτό το νυχτικό μοιάζεις είκοσι χρονών, ξαναλέει ο Ευγένιος, που νόμισε πως η Ελένη δεν πρόσεξε τι είχε πει. Εκείνη πάει και κάθεται δίπλα του. – Τότε, σου άρεσα λιγάκι. Ήρθε η σειρά του Ευγένιου να ξαφνιαστεί: – Τότε, ποιος τολμούσε! Ήσουνα η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=