Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

Η ΑΡΡΑΒΩΝΙΑΣΤΙΚΙΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ 13 Η Ελένη δεν το ’μαθε ποτέ αν είχε πάει μόνος του να τη βρει ή αν τον είχε στείλει η Λίζα. Η Λίζα ήτανε η μητέρα της. Μα όλοι οι φίλοι και η ίδια η Ελένη κι ο μεγαλύτερος αδελφός της τη φώναζαν Λίζα. «Δεν της μοιάζεις», της λέ- γανε, κι εκείνη από μικρό κορίτσι καταλάβαινε πως θέλανε να πούνε: «Δεν είσαι όμορφη σαν κι αυτή. Δεν έχεις τον αέρα της». Αυτόν τον αέρα της Λίζας τον ζήλευε πολύ. Σ’ όλη την Κατοχή και μετά, στις άλλες μπόρες, η Λίζα ντυ- μένη πάντα με την τελευταία μόδα, πότε με τουρμπάν στο κεφάλι, πότε με καπέλο, περνούσε ανάμεσα από μπλόκα Γερμανών, από ασφαλίτες, και ποτέ κανένας δεν τη σταμά- τησε να ψάξει την ασορτί με τα παπούτσια τσάντα της που ήτανε γεμάτη προκηρύξεις. Παράξενη γυναίκα η Λίζα, πα- ράξενη μάνα. Δεν ανησυχούσε, σαν τις πιο πολλές μανάδες, μήπως πάει η κόρη της στη διαδήλωση, ανησυχούσε μήπως και δεν πάει. Δεν την ήθελε να γίνει ένα ήσυχο κορίτσι, που του άρεσε να γράφει πότε πότε ποιήματα. Σίγουρα αυτή θα ’στειλε τον Πάνο. Η μεγάλη όμως συμπάθεια της Λίζας ήτανε ο Ευγένιος, που τον γνώρισε αργότερα. Ο Ευγένιος βαρέθηκε το παράθυρο και πάει και κάθεται στην κουκέτα. – Μα τι κάνουν λοιπόν και δεν αρχίζουμε; Η Ελένη δεν κουνάει από τη θέση της. Εξακολουθεί να στέκεται όρθια με τα χέρια κρεμασμένα, σαν να συλλο- γιέται κάτι, σαν να βαριέται και να καθίσει και να σταθεί.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=