Η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα

12 ΑΛΚΗ ΖΕΗ ξέρει πολύ καλά η Ελένη αυτό το σημάδι. Του έχει μείνει από τότε που τις φορούσε ενενήντα έξι μερόνυχτα συνέ- χεια. Πριν είκοσι χρόνια. Τον Πάνο τον γνωρίζει από παιδί. Εκείνη ήτανε δεκαπέ- ντε χρονώ κι αυτός δεκαοχτώ. Στην Κατοχή. Μένανε στην ίδια πολυκατοικία. Ένα πρωί την περίμενε στις σκάλες. Είχε παράξενο ύφος. «Έλα σε μια ώρα να με βρεις στην ταράτσα, στο πλυσταριό», της είπε γρήγορα γρήγορα και κατρακύλησε τις σκάλες. «Θέλει να με φιλήσει», συλλογί- στηκε η Ελένη και πήγε από περιέργεια να δει πώς είναι, γιατί ακόμα δεν είχε φιληθεί με κανένα αγόρι. Τον βρήκε σκαρφαλωμένο στον γύρο της πέτρινης σκάφης. Της είπε πως αυτή ξεχώριζε από τα κορίτσια της γειτονιάς. Από την ανοιχτή πόρτα που έβγαζε στην ταράτσα φαινόντανε τα απλωμένα σεντόνια που ανέμιζαν σαν πανιά στο πέλαγος. Ο Πάνος την τράβηξε από τα χέρια να σκαρφαλώσει κι αυ- τή στη σκάφη. «Τώρα θα με φιλήσει;» αναρωτήθηκε. Γιατί εκείνος είχε πλησιάσει το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό της. Άραγε έπρεπε ν’ ανοίξει τα χείλια της ή να τα κρα- τάει κλειστά; «Δεν νιώθεις τίποτα;» άκουσε ψιθυριστή τη φωνή του Πάνου. «Ναι», απάντησε, μα δεν ήτανε σίγουρη αν ένιωθε κάτι. Δεν τη φίλησε. Της πρότεινε να μπει στην οργάνωση και να βγούνε μαζί να γράψουνε συνθήματα στους τοίχους. «Δεν νιώθεις τους καταχτητές να σου πλα- κώνουνε το στήθος;» Ακούμπησε το χέρι του στο στήθος της κι άκουσε την καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. «Το ’λεγα πως ξεχωρίζεις απ’ τ’ άλλα κορίτσια.»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=