Από ήλιο σε ήλιο: Αποσπερίτης

19 Σέριφος, άνοιξη 1916 Μ όλις ακούει την καμπάνα δένει την μπόλια στο κεφάλι, βάζει τις πέτρες στα παράθυρα να σφηνώσει τα παντζούρια, μανταλώνει και βγαίνει στο σοκάκι κάνοντας τον σταυρό της. Πριν πιάσει τα σκαλάκια για την Πάνω Πιάτσα κοιτάει πέρα στο μονοπάτι που πάει προς τη δύση · κοιτάει να δει αν έρχεται. Όμως άνοιξη στα μέσα της και η μέρα χασομεράει, είναι νωρίς ακόμη και κείνος αργεί. Σε λίγο η θάλασσα θα πάρει το χρώμα του θυμαριού και θα αναστατωθεί, γυναίκα στα χέρια έμπειρου άντρα, τα σπίτια θα βαφτούν ρόδινα, το Κάστρο και οι κορφές των πέτρινων λόφων θα θαμπώσουν. Όταν ο ήλιος αποφασίσει να βουλιάξει στα κύματα, φτάνει τόσο για σήμερα, η πλά­ ση θα καταλαγιάσει, θα ξεκουραστεί. Στέκεται ένα λεπτό να θαυμάσει την ομορφιά που ποτέ δεν χορταίνει· λόφοι και λοφάκια ένα γύρο, ο μόλος με τις λιγοστές ψαρόβαρκες και στο βάθος, θαμπή καμπούρα, η Σίφνος. Πέρα στο πέλαγο ένα καράβι έρχεται αργά αργά, δεν μπορεί ακόμη να ξεχωρίσει αν είναι επιβατηγό ή απ’ αυτά που φορτώνουν το μετάλλευμα, αν και τούτα έρχονται από δεξιά, από Κύθνο μεριά. Ο ουρανός στα δυτικά κρα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=