Από δρυ παλιά κι από πέτρα

12 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ φατζή, τη θάλασσα από χρώματα πάνω στα ράφια, μια φωτεινή αχτίδα που από τον φεγγίτη έπεφτε σαν προβολέας σε ένα βυσσινί βελούδο. Έχω στα μάτια μου ακόμη την εικόνα του αυστηρού άντρα με το παχύ μουστάκι. Και το πώς το χάιδευε, σαν να ’ταν γατί, με το χέρι του που το στόλιζε ένα μεγάλο δαχτυλίδι, όσο η Ευρύκλεια του έλεγε αυτά που είχε να του πει. Μας έστειλε στο σπίτι του, λίγα στενά παρακάτω, με έναν πα- ραγιό που στον δρόμο όλο σφύριζε. Ήταν ένα όμορφο σπίτι, δίπα- το, που την πρόσοψή του στόλιζε ένα κυκλικό μπαλκόνι. Μαθημένη από το σκεπαστό και κλειστό μπαλκόνι του σπιτιού μας στο Αϊδίνι, το ανοιχτό μπαλκόνι των Καλφατζή μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Τόσο πολύ μου άρεσε το σπίτι αυτό, που αργότερα έφτιαξα το σπί­ τι μου στο ίδιο σχέδιο. Έτσι μεγάλο, φωτεινό και φιλόξενο. Έτσι ήταν και η Κύπρος τότε, στην αρχή του εικοστού αιώνα. Μεγάλη, φωτεινή και φιλόξενη. Οι γειτονιές ήταν ανοιχτές, στα σπίτια οι θύρες ορθάνοιχτες και τα σκαμνάκια των νοικοκυρών σημά­ δευαν τα κατώφλια. Για να περπατήσουμε, συχνά έπρεπε να ανοίξουμε δρόμο ανά­ μεσα στον κόσμο. Τόσο ήταν οι δρόμοι πολυσύχναστοι. Κι όχι μόνο οι δρόμοι με τα εμπορικά. Και οι χωμάτινοι στις γειτονίτσες. Οι πλανόδιοι πωλητές που έφταναν ως την άκρη άκρη της πόλης δεν πρόσφεραν έργο μόνο φέρνοντας τα χρειαζούμενα ως τις πόρτες των σπιτιών. Διέδιδαν τα νέα στόμα με στόμα και ψυχαγωγούσαν τις γειτονιές. Ήταν μια περιπλανώμενη ευκαιρία να σκουπίσει η νοικοκυρά τα χέρια της και να βγει στον δρόμο. Οι πιο τολμηροί από αυτούς άφηναν το εμπόρευμα κάτω, βορά στις μύγες, κι έστηναν κουβέντα στο πόδι. Καλαμπουρίζαν με τις γειτόνισσες για ώρα, μερικές φορές μάλιστα ελευθεριάζαν περισσό­ τερο από το πρέπον, και, ενόσω μιλούσαν, ταυτόχρονα κυνηγούσαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=