Από δρυ παλιά κι από πέτρα
Ά κουσα το όνομά μου και γύρισα . «Πηνελόπη! Πηνελόπη!» Έξω από το παράθυρο ο κόσμος δεν σταμάτησε να κινείται όπως εγώ. Άνθρωποι βάδιζαν πάνω κάτω, χαμάληδες κουβαλούσαν στην πλάτη το φορτίο τους και καροτσιέρηδες εξακολουθούσαν να σέρ νουν καρότσες με εμπορεύματα. Έμεινα ακίνητη περιμένοντας. Ήθελα να ακούσω πάλι, να γνω ρίσω καλά αυτή την άγνωστη γυναικεία φωνή που αποδώ και μπρος θα γινόταν για μένα οικεία. «Πηνελόπη!» Το «λο» μακρύ, το «πη» κοφτό. Δυο χείλη που ανοίγουν τόσο όσο να δραπετεύσει το όνομά μου και σφραγίζονται ξανά. Ο ήχος από ένα κοχύλι που ξεστομίζει το όνομά μου κι ύστερα κλείνει μαλακά. Η βάγια μου, η Ευρύκλεια, με τράνταξε από το μπράτσο και με σκούντηξε προς την πόρτα: «Όταν σε φωνάζει η μητέρα σου, θα τρέχεις! Ορίστε μας!» Ήταν λίγο μετά που έφτασα με την Ευρύκλεια στην Κύπρο, στο σπίτι των Καλφατζή στην Κερύνεια. * Τη θυμάμαι αυτή τη μέρα σαν σκιά. Όπως ένα πρωινό με ομίχλη. Ανακαλώ μνήμες, σαν αναλαμπές: το χέρι της Ευρύκλειας κρύο και υγρό (Τι περίεργο! Πάντα ήταν τόσο ζεστό και μαλακό!), την παλιά ξύλινη πόρτα με τα μεταλλικά καρφιά στο μαγαζί του Καλ* Ονομασία της Κυρήνειας, τοπικό ιδίωμα.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=