Από δρυ παλιά κι από πέτρα

24 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ Περιέγραφε στα αγόρια του, ξανά και ξανά, τη μάχη του εμπό­ ρου, που δεν έχει τελειωμό, τη χαρά της νίκης, που είναι κάθε μέρα κι άλλη, «τη χαρά να έχεις με την αξία σου την τσέπη φου- σκωμένη». Έβαζε τα χεράκια τους στην τσέπη του να δουν πόσο μεγάλη είναι, «θηρίο αχόρταγο που τρέφεται με κοφτερό μυαλό και κόπο». Τους δασκάλευε με δικά του παθήματα, όπως τότε που πήρε ένα θησαυρό, το καλύτερο μετάξι της Ανατολής, στη μισή τιμή, αλλά που την επομένη μόλις μέρα αγόρασε για κελεπούρι ένα τόπι μουχλιασμένο, ξεγελασμένος από έναν παμπόνηρο, πιο πονηρό από κείνον, έμπορο. Ξεχνιόταν μιλώντας για μάχες και νίκες. Ως αργά τη νύχτα. Ακού­ ραστος, μέχρι που έβλεπε τους γιους του να κουτουλάνε στον πάγκο από τη νύστα. Μισοκοιμισμένους, τους επέστρεφε στο σπίτι. Μερι­ κές φορές τους έφερνε κοιμισμένους, καβαλίκα, και την άλλη μέρα τα αγόρια νόμιζαν πως τα είχαν ονειρευτεί όλα αυτά και δεν με πί­ στευαν όταν τους έλεγα πως ήταν αλήθεια. Σε κάποια άλλη εποχή πιστεύω πως ο πατέρας μου, αυτός ο γί­ γαντας με τα γελαστά μάτια, θα μπορούσε να ήταν ένας πολύ γεν­ ναίος πολεμιστής ή ένας αξιολάτρευτος παραμυθάς. Τον άκουγα να διηγείται τις ιστορίες του, να ντύνει τόσο όμορφα με λέξεις τη ζωή του, ενόσω ταξίδευα στα χρώματα και στις αφές καθισμένη πάνω σε μαλακό βελουδένιο μαξιλάρι. Κολυμπούσα δίπλα του, παρασυρμένη από το βάρος του, στην πλημμύρα αισθήσεων που δεν κουραζόταν να μας περιγράφει. Με συντρόφευε με τις ζωντανές εικόνες του στις περιηγήσεις μου στο μέλλον, σε μιαν άχνη από πορφύρα, όπου φανταζόμουν τον εαυτό μου γυναίκα, νέα και ωραία, να σουλατσάρω φιλάρεσκα, στηριγμένη στο μπράτσο ενός πολύ κομψού άντρα, που όμως ήμουν παιδί ακόμη για να διακρίνω το πρόσωπό του.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=