Από δρυ παλιά κι από πέτρα
23 A ΠΟ Δ Ρ Υ Π Α Λ Ι Α Κ Ι Α ΠΟ Π Ε Τ Ρ Α στον κόσμο;» Μιλούσε ψιθυριστά, αλλά η φωνή του πατέρα μου ποτέ δεν ήταν ψίθυρος. «Δες το τώρα όπως του πρέπει σε ένα τέτοιο ύφασμα. Κλείσ’ τα μάτια κι άγγιξέ το». Αν ο πελάτης δίσταζε, του ’παιρνε αυτός το χέρι και το ακου μπούσε μαλακά πάνω στο ύφασμα. Περίμενε να διαβάσει στο πρό σωπό του την απόλαυση της αφής πριν συνεχίσει. «Είναι πολύτιμο», πρόσθετε ψιθυριστά κοιτώντας τον στα κλειστά του μάτια. «Το ’χω για την κόρη μου», κατέληγε, βέβαιος πως δεν υπήρχε τίποτα πε ρισσότερο να πει. Τα απογεύματα που έκοβε η δουλειά, συχνά έστελνε τον παρα- γιό να μας φωνάξει. Ξεπρόβαλλε ο παραγιός από τη γωνία, αλλά προηγούνταν το σφύριγμά του. Το ακούγαμε από τις κάμαρές μας και φορούσαμε μάνι μάνι τα πανωφόρια μας. Στο μαγαζί, έπαιρνε ο Καλφατζής τους γιους δίπλα του στον πάγκο κι αρχίνιζε: «Για πείτε μου, τι ύφασμα είναι αυτό;» «Και πώς το λέμε αλλιώς;» «Πώς θα το βρείτε στην Τουρκιά; Πώς είπαμε πως το λεν στα τούρκικα; Δεν θυμάστε;» «Κι αυτό; Τι ’ναι τούτο;» «Κι αυτή ποπλίνα, μπρε; Σε τι διαφέρει τότε από το άλλο, ε, για πες μου;» Κι όταν μεγάλωσαν τα αδέλφια μου αρκετά, τους έλεγε: «Πόσα θα ’δινες για τούτη την τσόχα;» «Πόσο θα την πουλήσεις, μπρε, αν την αγοράσεις τόσο;» Ποτέ δεν συμφωνούσε με τις τιμές που άκουγε. «Ωχ, αμάν!» κλαιγόταν τραβώντας το μουστάκι του. «Θα μου το κλείσετε το μαγαζί εσείς. Για βάλτε μυαλό, αλλιώτικα θα πάμε για φούντο. Πάει, πάει. Ωχ, αμάν!»
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=