Από δρυ παλιά κι από πέτρα
22 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ είχαν τη θέση τους στο μαγαζί του πατέρα μου, από τα πιο φίνα ως τα πιο τραχιά. Ήταν ικανός να ταξιδέψει μακριά, «στην άκρη του κόσμου», για να προμηθευτεί το καλύτερο μετάξι, το πιο απαλό βελούδο. Καμάρωνε πως τίποτα δεν έμενε απούλητο από το εμπόρευμά του. «Όλα έχουν την τιμή τους», τον άκουγα να λέει. «Και το όμορ φο και το άσχημο. Και το καλοϋφασμένο και το κακοϋφασμένο. Στα ράφια μου έχω κόρες πολλές, κάθε λογής, κι όλες τις προξενεύω εγώ», χαριτολογούσε ο Καλφατζής χαϊδεύοντας, σαν να ’ταν γατί, το μουστάκι του. Στο παζάρι της τιμής είχε τη φήμη σκληρού διαπραγματευτή, μα δίκαιου: «Μπρε, γίνεται να πάρεις την καλύτερη την κόρη τζά- μπα;» Κι όταν στο τέλος συμφωνούσαν στην τιμή, καλόπιανε τον πελάτη: «Έτσι είναι οι πολύ ωραίες. Θέλουν να τις αξιώνεσαι». Κι όταν δεν τα βρίσκανε: «Έτσι είναι οι πολύ ωραίες. Ακατάδεκτες. Έχω όμως για σένα μιαν άλλη, που θα σου κάνει σίγουρα». Τα πιο ακριβά, τα πιο καλά υφάσματα, τα είχε ξεχωριστά, φυ λαγμένα πίσω από το γραφείο του σε μια βιτρίνα κλειδωμένη. Τα παρουσίαζε πάντα με την ίδια ιεροτελεστία, που την έχω στο μυαλό μου ολοζώντανη. Πρώτα άδειαζε ο ίδιος και καθάριζε τον πάγκο απ’ όλα τ’ άλλα υφάσματα, πριν ακουμπήσει πάνω του το πολύτιμο τόπι. Έδιωχνε πέρα με ένα νεύμα τους παραγιούς, να μείνει μόνος με τον πελάτη. Ήθελε απόλυτη ησυχία, γι’ αυτό και καμούτσωνε με το βλέμμα του όποιον παραγιό θορυβούσε. Ύστερα σκούπιζε τα χέρια του καλά στο μαντίλι του και ξεδί πλωνε το ύφασμα αργά. Το ’παιρνε ανάμεσα στα χέρια του και το πλησίαζε στο πρόσωπό του. Το κοιτούσε περήφανος. Λάμποντας σαν παιδί. Σαν τον Φώτη μας. Ύστερα το ’φερνε πολύ κοντά στα μάτια του πελάτη. «Δες το καλά. Έχεις ξαναδεί τίποτα πιο ωραίο
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=