Από δρυ παλιά κι από πέτρα

20 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ ναίκα αυτή, που καταγόταν από ένα ασήμαντο χωριουδάκι έξω από τη Σμύρνη, είχε την απαίδευτη σοφία του αμόρφωτου ανθρώπου και το έμφυτο χάρισμα να τη μεταδίδει στα παιδιά. «Ό,τι κάνεις, και τώρα και σαν μεγαλώσεις, ιδίως τότε, να, διες εμένα να σε χαρώ, θα το περιχύνεις με αγάπη, έτσι, σαν σιροπάκι. Να μελώσει και να μην το πειράζει ο χρόνος. Αλλά όχι πολύ και λιώσει. Ούτε να μας πάρουν τα ζουμιά. Ξέρεις εσύ.Όσο στον μπακλαβά μας, να γλείφουν τα δάχτυλά τους τόσο που να μη λιγώνονται. Καλά;» Ένευα εγώ «καλά». «Κι άκου να δεις, και τις σκέψεις σου δεν θα τις αφήνουμε έτσι, ναι, ματάκια μου; Θα τις βουτάμε καλά καλά στη σαλτσούλα της καλοσύνης μας, καλά; Σαν να ’ναι μπουκίτσα ψωμάκι στο κοκκινιστό που σ’ αρέσει, καλά;» Ένευα εγώ πάλι «καλά». Στον χρόνο πάνω από τον ερχομό μας γεννήθηκε ο Φίλιππος. Ήρθε στον κόσμο κλοτσώντας και φωνάζοντας «σαν άντρας». «Πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς ο πρωτότοκος γιος του Καλφατζή;» σχολίαζαν γελώντας οι επισκέπτες μας, που στρώνονταν σπίτι μας ως αργά, για να απολαύσουν διπλή και τριπλή μερίδα από τα αρσενι­ κά γλυκά της Κατίνας. Έτσι τα ’λεγε η Κατίνα τα γλυκά που τους προσφέραμε για τα καλωσορίσματα του μωρού. Αρσενικά. Ειδικά φτιαγμένα για τα γεν- νητούρια του αγοριού μας. Γουρλίδικα. Στεκόμουν με τις ώρες πάνω από την κούνια του, υπερήφανη για το μικρούλι αντράκι αδελφό μου. Κι έτσι, με αυτά τα αισθήματα, μελωμένα στη ζάχαρη των αρσενικών γλυκών μας, σκέφτομαι πάντα τον Φίλιππο. Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, παρέμεινε μία γεύση στο στόμα παρά μια εικόνα. Γλυκιά γεύση, χωρίς την κάπως τραχιά, πιπεράτη αρσενικάδα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=