Από δρυ παλιά κι από πέτρα

19 A ΠΟ Δ Ρ Υ Π Α Λ Ι Α Κ Ι Α ΠΟ Π Ε Τ Ρ Α εξερευνώ. Μια ατέλειωτη, νόστιμη ήπειρος καλοσύνης και αυ­ τοδίδακτης θρεπτικής σοφίας, που με προσκαλούσε να τη γνωρίσω. Δεν μπορώ να περιγράψω το πρόσωπό της πλέον, μπορώ όμως, ακόμα και σήμερα, να ζωγραφίσω την οσμή της. Αρκεί, στην κουζίνα, να ανοίξω το δικό μου μυστικό κουτί για να πλημμυρίσει ο τόπος από τα θεσπέσια μαγειρέματά της. Μου δίδαξε όλες της τις συντα- γές, μία μία, και γέννησε, για χάρη μου, άλλες τόσες. Γνώση που αποδείχτηκε πολύτιμη. «Είσαι ορφανό», μου έλεγε κατά καιρούς στην κουζίνα, μήπως και το ξεχάσω, την ώρα που «παίζαμε» περιμένοντας να αχνίσει το φαγητό. «Αυτά είναι η περιουσία σου. Θυμήσου τα στην ανάγκη σου, θυμήσου τα και στις χαρές σου. Χρήσιμα, έτσι κι αλλιώτικα». «Τι λες, Κατίνα! ΗΠηνελόπη δεν είναι ορφανή! Έχει μάνα, την Καλφατζή, και παραμάνα εμένα!» πεταγόταν θυμωμένη η Ευρύκλεια, που γινόταν έξαλλη όταν με αποκαλούσαν ορφανό. «Σωστά, σωστά», συμφωνούσε η Κατίνα, «αλλά... είναι ένα ορ­ φανό με μάνα. Σωστά;» Και μου ’ριχνε μια συνωμοτική αγκωνιά σουφρώνοντας τα μούτρα της για να μη γελάσει. Το πρώτο μου χαμόγελο στη νέα μου οικογένεια το χάρισα στην Κατίνα, για έναν κουραμπιέ. Για «ένα κουραμπιεδάκι με μπόλικη ζάχαρη κι ολόκληρο αμύγδαλο», όπως το περιέγραφε η Ευρύκλεια στο παραμύθι μας του κουραμπιέ. Μου το πρόσφερε η Κατίνα με αντάλλαγμα ένα χαμόγελό μου, να δει το χαμόγελο της μακαρίτισσας της μάνας μου που της είχε πει η Ευρύκλεια πως είχα. Εξαγοράστηκα, της χαμογέλασα και δεν πάψαμε να χαμογελάμε έκτοτε η μια στην άλλη. Με την ιστορία του κουραμπιέ και με πολλές ακόμα ιστορίες που ζήσαμε μαζί στα χρό­ νια που ακολούθησαν. Δεν είχαμε όμως μόνο γέλια και παιχνίδια με την Κατίνα. Η γυ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=