Από δρυ παλιά κι από πέτρα

Π ότε ακριβώς στο σπίτι αυτό πρωτογνώρισα τη μάνα μου, τη δεύ- τερη δηλαδή μάνα μου, δεν καλοθυμάμαι. Ο χρόνος σβήνει τις μέρες όσο περνούν τα χρόνια, γίνεται το παρελθόν μια μεγάλη μέ- ρα. Μικρούλα ήμουν τότε και πολλά συνέβησαν μαζί. Ήταν πά- ντως, θυμάμαι, όμορφη πολύ και γλυκιά. Και μύριζε, μμμ... μύριζε σαν πασχαλιά, αυτό το ξέρω. Άνοιξη ήταν όταν έφτασα σπίτι της. Άνοιξη ήταν κι αυτή η ίδια η γυναίκα. Ένα άνθος, μια γλυκιά μυ­ ρωδιά, φωτεινή στα χρώματα, απαλή στο χάδι. Με είχε καθίσει στα γόνατά της. «Πωπώ, πόσο βαρύ κορίτσι είσαι!» μου ’χε πει γελώντας. «Μήπως είναι βαρύ το χέρι σου;» κι είχε πάρει το χέρι μου στο χέρι της ψηλαφώντας το από τα δάχτυλα ως πάνω στον ώμο. «Μην είναι βαρύ το ποδαράκι σου;» κι είχε κάνει το ίδιο στο πόδι μου, ως ψηλά, στη δαντέλα της κιλότας μου. «Μή­ πως είναι βαρύ αυτό το όμορφο κεφαλάκι;» και μυρίζοντάς με στα μαλλιά και στο σβέρκο, με φίλησε στα μάτια και στα μάγουλα. «Α, όχι, είναι η καρδούλα του βαριά, γιατί είναι φοβισμένη. Να, δες, σου παίρνω εγώ το βάρος και το βάζω, χοπ, στη δική μου την καρδιά που είναι μεγάλη και το χωράει. Πάει. Ξαλάφρωσες τώρα. Ελά­ φρυνες», και με κούναγε γελώντας στα γόνατά της. Με κούναγε και γέλαγε, αλλά και της Καλφατζή η καρδιά ήταν φοβισμένη. Το έμαθα αυτό πολύ αργότερα, χρόνια μετά, όταν την άκουσα να το εξομολογείται στον άντρα μου. «Την πρώτη φορά», του είπε, «που γνώρισα την Πηνελόπη, είχα μια αγωνία... Θεέ μου, πόσο νευρική ένιωθα. Δεν είναι και λίγο να πρωτογνωρίζεις ένα παιδί που θα το κάνεις παιδί σου!

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=