Από δρυ παλιά κι από πέτρα
16 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ θόταν στο κρεβάτι και μετρούσε την ώρα που πέρναγε, τρίβοντας τα δάχτυλά της, ένα ένα, και μετά ξανά από την αρχή. Ύστερα από πολλή ώρα και πολλά δάχτυλα, αφουγκράστηκε το τρίξιμο της σκάλας και τα βαριά βήματα που σταμάτησαν έξω από την πόρτα μας. Περίμενε. Η πόρτα άνοιξε σιγά σιγά και το κενό γέμισε από τη σωματώδη φιγούρα του Καλφατζή. Της άρεσε να περιγράφει, στο σημείο αυτό, πόσο τεράστιος φάνταζε ο πατέρας μου στο μισοσκόταδο: «Ένας γίγαντας καλοσύ- νης, ψηλός μέχρι το ταβάνι. Θεόρατος και θεόσταλτος, έτοιμος να μας προστατέψει και να μας προφυλάξει». Το νόμιζα παιδική προσευχή και το έλεγα μαζί της. «Θεόρατος και θεόσταλτος, έτοιμος να μας προστατέψει και να μας προφυ λάξει». «Κοιμήσου», της είπε αυτός μόνο. Μίλησε ψιθυριστά, αλλά η φωνή του, θυμόταν η βάγια μου, πα ρέμενε βροντερή και στον ψίθυρο. Με το βλέμμα του καρφωμένο σ’ εμένα που κοιμόμουν, έφυγε κλείνοντας ξανά την πόρτα πίσω του, λέγοντας: «Αύριο θα μιλήσουμε για όσα πρέπει να ειπωθούνε». Δεν μου είπε η Ευρύκλεια τι ήταν αυτά που την επόμενη μέρα έπρεπε να ειπωθούνε. Ούτε εγώ όμως θυμάμαι να τη ρώτησα τότε. Κι όταν πια το σκέφτηκα, ήμουν πολύ μεγάλη. Τα παραμύθια είχαν από καιρό σταματήσει και η Ευρύκλεια δεν ήταν πλέον κοντά μου. Έτσι τελείωνε αυτή η ιστορία: Αφού έκλεισε την πόρτα, η Ευ ρύκλεια ξάπλωσε στο κρεβάτι να κοιμηθεί. Μα δεν κοιμήθηκε, μου διηγούνταν, εκείνο το πρώτο βράδυ. Με κλειστά τα μάτια, μάθαινε τους ήχους και τις νυχτερινές μυρωδιές του νέου μας σπιτιού. Έμει νε ξύπνια, έλεγε, κάνοντας όνειρα για τη νέα μας ζωή που ξεκίναγε στην Κύπρο.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=