Από δρυ παλιά κι από πέτρα

15 A ΠΟ Δ Ρ Υ Π Α Λ Ι Α Κ Ι Α ΠΟ Π Ε Τ Ρ Α φαίνεσαι καλά. Εσύ εντυπωσιάστηκες, φαίνεται, από το κασμίρι πάνω στον πάγκο, και ξέρεις τι έκανες; Έβαλες τα χεράκια σου πίσω από την πλάτη σου, να, έτσι, και στα κρυφά χάιδευες το κασμίρι! Κι όσο αυτός μελετούσε το γράμμα κι εμάς, εσύ εκεί, τσίκι τσίκι έτριβες το κασμίρι». «Τσίκι τσίκι, τσίκι τσίκι...» «Μετά, μας ξανακοίταξε για ώρα πολλή. Τότε ήταν που χάιδεψε το μουστάκι του σαν να ’ταν γατί. Μου ’κανε νεύμα να πλησιάσω. Σ’ άφησα εκεί, απασχολημένη στο κασμίρι. Έγραψε μπροστά μου βιαστικά ένα μήνυμα και φώναξε, δηλαδή δεν φώναξε, για να μιλάω σωστά, σφύριξε σ’ έναν παραγιό του και του παράγγειλε να μας οδηγήσει σπίτι του και να δώσει το σημείωμα στη γυναίκα του. Έτσι έγινε και φτάσαμε στο νέο σου το σπίτι». «Ξέχασες να πεις ότι ο παραγιός σφύριζε στον δρόμο κι ότι νό­ μιζες πως στην Κύπρο οι άνθρωποι δεν μιλάνε αλλά σφυρίζουν!» «Αφού κανένας δεν μας μίλαγε στην αρχή. Μόνο σφύριζαν, άδι­ κο είχα;» Από την Ευρύκλεια, σε άλλο παραμύθι, έμαθα τη συνέχεια. Την πρώτη μας νύχτα στην Κύπρο. Έτσι είχαμε ονομάσει αυτή την ιστορία. Μας βάλανε, μου ’λεγε, προσωρινά, στο καμαράκι στο κατώι, απέ- ναντι απ’ της Κατίνας της μαγείρισσας. Είχε δυο κρεβάτια στριμωχτά τότε, αλλά ήταν καθαρό και περιποιημένο. Νοικοκυρεμένου σπιτιού, καλού αφεντικού. Το διευκρίνιζε αυτό κάθε φορά η δίκαιη Ευρύκλεια. Εγώ κοιμόμουν με τις πλεξούδες μου απλωμένες στο μαξιλάρι, όπως έκανα μέχρι μεγάλη, και με μια χουφτίτσα ανοιχτή να ξεφεύ­ γει από τις κουβέρτες. Μου έδειχνε η βάγια μου πώς, παίρνοντάς μου το χέρι. Σαν λευκό περιστεράκι στον μαύρο ουρανό, έτσι της είχε φανεί τότε. Το σπίτι είχε προ πολλού σιγήσει. Η Ευρύκλεια, ντυμένη, κα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=