Από δρυ παλιά κι από πέτρα
14 Ν O Ε Λ ΜΠ Α Ξ Ε Ρ «Σηκωτή;» «Στην αρχή σε έσερνα γιατί ήσουνα κουρασμένη, κατόπιν ση κωτή. Με ξεμέσιασες, εφτά χρονών παιδί, δεν ντρεπόσουν να θέλεις αγκαλιές». «Και μετά;» «Βρήκαμε τον Καλφατζή στο μαγαζί του, να ξετυλίγει πάνω στον πάγκο ένα χοντρό τόπι κασμίρι. Δεν μας περίμενε, ξαφνιάστηκε που μας είδε. Στην αρχή με νόμιζε πελάτισσα, αλλά έμπορος είναι, μ’ έκοψε πως δεν είμαι εγώ πελάτισσα για τα υφάσματά του. Παναγιά μου, τι άντρας ήταν! Ψηλός, με τον σκεμπέ του τον πλούσιο, με το μουστάκι του το ωραίο». «Που το χάιδευε σαν να ’ταν γατί». «Αυτό έγινε μετά. Μη βιάζεσαι. Που λες, τον πλησιάζω κρατώ ντας εσένα από το χέρι, μπας και μου το σκάσεις, αλλά τι να το σκάσεις έτσι φοβισμένη που ήσουνα, σαν το ψαράκι έτρεμες, κακομοίρα μου. Τέλος πάντων, μη σ’ τα πολυλογώ, τον πλησιάζω, σκύβω και του φιλώ το χέρι». «Αυτό με το δαχτυλίδι;» «Α, μπράβο σου, αυτό με το δαχτυλίδι! Και τι δαχτυλιδάρα, ε; Ξαφνιάζεται αυτός, αλλά δεν του αφήνω το χέρι. Με τα μάτια χα μηλωμένα, όπως μου άρμοζε, του βάζω στο χέρι το γράμμα της μάνας σου που κουβάλαγα από το Αϊδίνι. Τότε αυτός μας γύρισε την πλάτη, απομακρύνθηκε λίγο και το άνοιξε παρέκει. Αρχίνησε να το διαβάζει. Κι όλο γύριζε, και μια κοίταγε εμένα, μια κοίταγε εσένα». «Τι έλεγε το γράμμα της μάνας μου, Ευρύκλεια;» «Δεν ξέρω, μάτια μου, κλειστό μου το ’δωσε με εντολή να το παραδώσω μόνο σ’ εκείνον. Κάθε φορά το ίδιο με ρωτάς. Αλλά σ’ το έχω ξαναπεί, δεν μου είπαν τι έγραφε. Τον Καλφατζή να ρω- τήσεις σαν μεγαλώσεις. Άκου τώρα τη συνέχεια που ’ναι ωραία. Όσο αυτός διάβαζε το γράμμα, σ’ είχα σπρώξει μπροστά μου, να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=