Απόψε δεν έχουμε φίλους

σε δύο μήνες, ο άλλος όμως έζησε παρ’ όλες τις αντίθετες προβλέψεις, τον καταριέται η γιαγιά ακόμα. το μόνο που έμεινε από τον παππού είναι η τσάντα του και μία κουνη- μένη φωτογραφία. ο δάσκαλος σηκώθηκε, έτριψε τα μάτια του να συνέλθει, χτένισε στον αέρα τη χωρίστρα του. Στα είκοσι οκτώ έδει- χνε πατημένα σαράντα. την προηγουμένη ήταν εφορευτική επιτροπή στην καλαμαριά, έσβηνε με το χάρακα τα ονόμα- τα στον κατάλογο, τον πλήρωσαν καλά γι’ αυτήν τη δουλειά. το βράδυ επέστρεψε με το λεωφορείο. Στην τσιμισκή είδε μαζεμένο κόσμο. Γελαστά κορίτσια άλλαζαν αγκαλιές, μοί- ραζαν φιλιά, χόρευαν στη μέση του δρόμου. Πήρε το μάτι του τη Φανή. Περπάτησε για λίγο ανάμεσα στους ανθρώπους που γιόρταζαν, μύρισε τη χαρά τους. κάποιοι τον ακουμπούσαν φιλικά στον ώμο. Μια μελαχρινή με πράσινο φουλάρι του άστραψε φιλί στο μάγουλο. Χαμογέλασε, πήγε να πει ευχαρι- στώ , αλλά κρατήθηκε. κοίταξε το ρολόι του και αποφάσισε να γυρίσει στο σπίτι της γιαγιάς. είχε να βάλει σε τάξη τις σημειώσεις του. Η γιαγιά του Σουκιούρογλου, νίνα τη φώναζαν, Νινί ο παπ- πούς χαϊδευτικά, αλεύρωνε ψάρια στο κουζινάκι με την πε- τρογκάζ. τα είχε δει στον ύπνο της και σκέφτηκε να ξορκί- σει τη λαχτάρα με το τηγάνισμα. κάτι μικρούλια ήταν, τα αγόρασε κοψοχρονιά απ’ τον πλανόδιο ψαρά της Βαγγελί- στρας, δεν είχαν πολύ φαΐ πάνω τους, όλο ψιλά κοκαλάκια αΠοΨε Δεν εΧουΜε ΦιΛουΣ 17

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=