Απόδραση από το ηφαίστειο (Ημερολόγιο εξερεύνησης)

«Συγγνώμη… Ποια γιαγιά;» Η Κούκι ανοίγει με έκ- πληξη τα μάτια. «Γιαγιά Ντορίνα;» Ανασηκώνω τους ώμους. «Δε μου λέει τίποτα». «Ναι, αλλά ξέρει τα πραγματικά μας ονόματα. Και δεν υπάρχουν πολλοί που τα γνωρίζουν». Έχει δίκιο. Ώρες ώρες ξεχνάω ότι δε ζούσαμε πά- ντοτε στους δρόμους του Κατμαντού. Το μυαλό μου γυρίζει στη μαμά. Την έλεγαν Ζήνα, σαν την Πριγκί- πισσα του Πολέμου, και ήταν το ίδιο δυνατή. Η καλύ- τερη μαμά του κόσμου! Δηλαδή αυτή η Ντορίνα είναι η μητέρα της μαμάς μας; Τα υπόλοιπα μέλη της οικο- γένειας δεν τα θυμάμαι καθόλου. Κάποια δε θέλω να τα θυμάμαι κιόλας. Για παράδειγμα, τον τρομαχτικό θείο Μάξουελ, που μόνο μπελάδες μάς δημιουργούσε. Χαμένος στις σκέψεις μου, αγγίζω τοφυλαχτόπου κρέ- μεται στον λαιμό μου, κρυμμένο κάτω από το πουλόβερ. Πρόκειται για ένα πέτρινο μενταγιόν που έχει πάνω χα- ραγμένα κάτι παράξενα σύμβολα. Έχει και η Κούκι ένα παρόμοιο, μόνο το σχήμα του διαφέρει. Τα φοράμε και οι δύο από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας. «Δεν είναι τέλειο;» αναφωνεί ηΚούκι με ενθουσιασμό. «Έχουμε μια γιαγιά! Και ποιος ξέρει, σύντομα μπορεί και να τη γνωρίσουμε!» «Έτσι είναι» σπεύδω να συμφωνήσω. «Αν και μου φαίνεται περίεργο να βρίσκεται εδώ ειδικά. Και επίσης,

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=