Άπαιχτοι Ντετέκτιβ: Υπόθεση παραλίες πλάκες και (παλαβές) πριγκίπισσες

13 τήσει μόνες. Ακόμα κι αν ξέφευγε από τον άντρα, θα αισθανό- ταν απαίσια, θα ένιωθε πως τις είχε προδώσει. «Εδώ είστε, ε;» ακούστηκε δυνατή και απότομη η αντρική φωνή από πάνω τους. Δυο χοντρά χέρια με γρατζουνισμένα δάχτυλα και βρόμι- κα νύχια απλώθηκαν, μάγκωσαν τα τρία κουταβάκια από τη ράχη, τα τύλιξαν στην κίτρινη πετσέτα που ήταν στρωμένη στη φωλιά τους και τα πέταξαν σ’ ένα άδειο σακί που βρο- μούσε κάρβουνο και κρεμμύδια. Πρώτα έριξαν μέσα τη Μαχμουρλού, έπειτα την Υπναρού και τέλος την Ξύπνια. Ύστερα τα χοντρά δάχτυλα έσφιξαν γερά το άνοιγμα του σα- κιού με σχοινί και το πέταξαν στην πλάτη του άντρα που ξε- κίνησε βιαστικά. Καμιά τους δεν είχε κουράγιο πια, ο φόβος τις είχε παρα- λύσει. Ανάσαιναν με δυσκολία, οι καρδούλες τους χτυπού- σαν σαν να τις βαρούσαν δέκα τυμπανιστές. Οι ανάσες τους έβγαιναν λαχανιασμένες, ακόμα και οι γλωσσίτσες τους, που κρέμονταν έξω από τα χείλη τους, είχαν στεγνώσει. Θα μας πετάξει σε κανένα ρέμα και θα πεθάνουμε όλες μας από την πείνα, σκεφτόταν η Ξύπνια και μαζί με την αγω- νία την πλημμύρισε και η θλίψη. Δε θα ξαναδούμε την αγα- πημένη μας μαμά, δε θα μας αποκοιμίσει η απαλή της αγκα- λιά, ούτε θα βυζάξουμε το γλυκό της γαλατάκι. Μέχρι που ανάμεσα στις βαριές μυρωδιές του κάρβου- νου και του κρεμμυδιού ξεχώρισε μία που της ήταν γνωστή. Γνωστή κι αγαπημένη.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=