Άπαιχτοι Ντετέκτιβ: Υπόθεση παραλίες πλάκες και (παλαβές) πριγκίπισσες

12 θεί. Όχι, η μυρωδιά που έπιαναν τα ρουθούνια της δεν ήταν της μαμάς της, που ερχόταν στη φωλιά. Ήταν η μυρωδιά ενός ξένου, άγνωστου άντρα και τώρα άκουγε τα βαριά του βήματα. Ήταν μια μυρωδιά που δεν της άρεσε, που τη φόβι- ζε. Ήταν πολύ μικρή ακόμη, αλλά ένιωσε τον κίνδυνο από έν- στικτο. Δίπλα της, οι δύο αδερφές της, η Υπναρού και ηΜαχμουρ- λού, κοιμούνταν του καλού καιρού. Κλαψούρισε κι έσπρωξε με τη μουσούδα της τις απαλές κοιλίτσες τους, προσπαθώ- ντας να τις ξυπνήσει, αλλά οι δυο αδερφές της δεν ξυπνούσαν ούτε με κανόνι. Σήκωσε το λευκό της κεφάλι με τα καφετιά μπαλώματα και γάβγισε τσιρίζοντας, με την ελπίδα να κρατή- σει μακριά τον άντρα ή να ειδοποιήσει τη μαμά της. Εκείνη θα ήξερε πώς να τον αντιμετωπίσει. Κλαψούρισε απογοητευμένη. Οι αδερφές της ούτε που είχαν καταλάβει τον κίνδυνο, συνέχιζαν να κοιμούνται κου- λουριασμένες πάνω στην απαλή πετσέτα και δεν είχαν σκο- πό να κουνηθούν ούτε εκατοστό. Αλλά τα βήματα πλησίαζαν. Ολοένα και περισσότερο. Κοίταξε γύρω της τεντώνοντας τον λαιμό και τη μουσού- δα της, γουρλώνοντας τα μάτια της. Μάταια. Δυστυχώς, δεν υπήρχε τίποτα να τις κρύψει, τίποτα να τις προστατέψει. Θα μπορούσε να φύγει μόνη της, να το βάλει αμέσως στα πόδια. Τότε θα είχε κάποιες πιθανότητες να σωθεί. Μα δεν ήθελε να αφήσει τις αδερφές της, δεν μπορούσε να τις παρα-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=