Η κραυγή της Τζοκόντα

8 γαριού κατάφερε να φωτίσει τον διάδρομο. Πίσω της άκουγε τις κραυγές πόνου του συναδέλφου της και μπροστά της ένιωθε το λάστιχο να απομακρύνεται. Δεν έβλεπε κανέναν. Το μυαλό της ξαναγύρισε αστραπιαία στην ημέρα μετά τοατύχημάτηςμετοέλκηθρο.Ήτανημέρατωνγενεθλίων της και την ξύπνησαν ταχρόνιαπολλά των γονιών της. Δεν είχε ιδέα πως βρισκόταν στο νοσοκομείο. Άνοιξε τα μάτια της έχοντας ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Το χαμόγελο όμως έμεινε μετέωρο και σιγά σιγά χάθηκε. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Έτριψε τα ματάκια της και μετά έβαλε τα κλάματα. Ήταν πέντε χρονών – και τυφλή. «Φένια» άκουσε από μακριά τηφωνή τουΜατίας που διέκοψε τη θλιβερή παιδική της ανάμνηση. «Μπορείς να κόψεις δρόμο!» της είπε, αλλά η κοπέλα είχε άλλα σχέ- δια. Πήρε μια βαθιά ανάσα και όταν την άφησε έτρεξε μ’ όλη της τη δύναμη. Οι ήχοι των παπουτσιών της στο μάρμαρο ακούγονταν με ηχώσ’ όλους τους διαδρόμους κι έμοιαζαν με πυροβολισμούς. «Σταμάτα – όποιος κι αν είσαι!» φώναξε μπαίνοντας στην αίθουσα με τα έργα του Κλιμτ. Ψηλάφισε τον τοίχο μέχρι που βρήκε το παράθυρο. Προσπάθησε να ανοίξει τις κουρτίνες αλλά είχαν μαγκώσει! Έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα. «Αφού δεν ανοίγετε με το καλό» μουρμούρισε στα ελληνικά τραβώντας τες προς τα κάτω «θα ανοίξετε με το κακό!» Οι κουρτίνες σκίστηκαν και το βαρύ ξύλινο κουρτινόξυλο (το αυθεντικό που είχε επιζήσει από τότε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=