Αντίο, φαντάσματα

Α Ν Τ Ι Ο , Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Α 27 αιώνα, ένα πλαστικό στέμμα στο κεφάλι μιας πραγματικής βασίλισσας. Η παρακμή του γινόταν αμέσως εμφανής σε ό,τι είχε απομείνει από τη διακόσμηση στα αποκάτω μπαλ- κόνια: ένα λιοντάρι με κυματιστή σπασμένη χαίτη, ξεθωρια- σμένα και σβησμένα από τον χρόνο αριστοκρατικά σύμβολα, φθαρμένα πράσινα ξύλινα παντζούρια. Εκεί είχαμε ζήσει μαζί για πάνω από είκοσι χρόνια, από τότε που γεννήθηκα μέχρι την ημέρα που έφυγα για τη Ρώμη. Τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια είχαν μείνει εκεί, να φυλάνε το σπίτι σαν χελιδόνια, κι εγώ αφουγκραζόμουν το παράκαιρο φτε- ρούγισμά τους όσηώρα η μητέρα μου ψαχούλευε την τσάντα της για να βρει τα κλειδιά της. Κάθε άνοιξη, έφτιαχναν τη φωλιά τους στην πρόσοψη του απέναντι σπιτιού. Όταν ήμουν μικρή, τα απογεύματα κρυφοκοίταζα πίσω από τα παντζού- ρια εκείνα τα στοιβαγμένα μαύρα νήματα· το πρωί, μόλις έφευγα για να πάω στο σχολείο, έψαχνα να βρω μια ολόιδια φωλιά κάτω από το μπαλκόνι μου. Με εκείνο το σκληρό ένστικτο των παιδιών, ένιωθα ότι η άνοιξη ήταν η εποχή του θανάτου, της γης που σάπιζε κάτω από την αποθέωση της φύσης, μόνο που ήθελα να συμμετέχω κι εγώ σ’ αυτή την πλάνη, στα αρώματά της, και παρακαλούσα έστω κι ένα χελιδόνι να επιλέξει το σπίτι μου για προσωπικό ενδιάμεσο σταθμό του. «Γιατί δεν μένουν και στο δικό μας σπίτι;» πα- ραπονιόμουν μπαίνοντας στο αυτοκίνητο, και ημητέρα μου, αφηρημένη, απασχολημένη περισσότερο με το να βάλει όπι- σθεν παρά με το να με ηρεμήσει, μου έλεγε: «Καλύτερα έτσι. Πάνε και φτιάχνουν τις φωλιές τους μες στις βρομιές». Γύρισα και την κοίταξα. Είχε βρει τα κλειδιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=