Αντίο, φαντάσματα

25 Φτιάχνουμε τις φωλιές μας μες στις βρομιές Παρασυρμένη από το πλήθος που αποβιβαζόταν από τα έγκατα του φέρι μποτ, πέρασα τα τουρνικέ της εταιρείας Καρόντε και βρήκα τη μητέρα μου. Φορούσε ένα ανοιχτό- χρωμο φόρεμα ως τα γόνατα και είχε μακρύνει τα μαλλιά της, που τώρα της έφταναν ως τους ώμους· το πρόσωπό της, παρά τα εξήντα οκτώ της χρόνια που κανονικά θα έπρεπε να το σημαδεύουν, σε έφερνε σε αμηχανία έτσι όπως θύμιζε εκείνο μικρού κοριτσιού, και το λιγνό της κορμί μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και το νησί σαν να ήταν η είσοδός μου στην πόλη. Πρόσεξα ότι μεγαλώνοντας –γερ- νώντας– είχε αρχίσει να μου μοιάζει, λες και εκείνη ήταν η κόρη. Μου χαμογέλασε με εκείνον τον αυθορμητισμό που κάποτε ήταν δικός μου – επομένως δεν τον είχα χάσει, όπως ανακάλυψα, απλώς της τον είχα κληροδοτήσει. Με ρώτησε πώς ήταν το ταξίδι μου και γιατί είχα προτιμήσει το τρένο από το αεροπλάνο, μα για μένα ήταν κάτι φυσιο- λογικό να μπω σ’ ένα βαγόνι στη Ρώμη, να περιμένω πότε θα δω απ’ το παράθυρο τη θάλασσα, να κατέβω στη Βίλα Σαν Τζοβάνι για να διασχίσω το Στενό της Μεσσίνης κάτω

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=