Αντίο, φαντάσματα

N A D I A T E R R A N O V A 30 τα ξύλινα, φορτωμένα με βιβλία, ράφια όταν χάιδευα τις ράχες τους, από το μαξιλάρι και τα κορνιζαρισμένα πόστερ όταν περνούσα το δάχτυλό μου, από το ροζ κουβερλί που τράβηξα για να ξαπλώσω. Το στρώμα είχε γίνει τώρα πολύ μικρό. Για να χωρέσω, θα έπρεπε να κόψω τα πόδια μου στο ύψος των αστραγάλων. Χαμογέλασα στην ιδέα και ξά- πλωσα, βάζοντας στην άκρη μαξιλάρια και σεντόνια. Από τις τόσες ηλικίες που με περιέβαλλαν δεν χρειαζόταν να φυλάω καμία θύμηση, γνώριζα όμως την ιστορία με το ψάθινο καλάθι με το οποίο με είχαν μεταφέρει από το μαι- ευτήριο όταν γεννήθηκα, αλλά και την ιστορία της μάλλι- νης γαλάζιας κουβέρτας, δώρο μιας ξαδέρφης με την ευ- καιρία της γέννησής μου. Ήταν μια ξαδέρφη που η μητέ- ρα μου περιφρονούσε εξαιτίας του σαχλού, παχουλού άντρα της, με τα κοντόχοντρα πόδια, ο οποίος –η μητέρα μου το επαναλάμβανε συχνά με μια κίνηση που φανέρωνε απέ- χθεια– είχε πάει στο μαιευτήριο φορώντας ένα δερμάτινο μπουφάν κι εκείνης, που ήταν λεχώνα, αυτή η απαίσια μυρωδιά μεταχειρισμένου ρούχου τής προκαλούσε ναυτία. Η μητέρα μου, μαθημένη να προβάλλει στα αντικείμενα ό,τι πίστευε για όσους τα είχαν αγγίξει, λάτρευε το καλάθι και απεχθανόταν την κουβέρτα· ανάμεσα στο πρώτο, ακου- μπισμένο καταγής, και τη δεύτερη, πάνω στη συρταριέρα, θα έπρεπε να βρω τη θέση μου εκείνη τη νύχτα. Στα συρτάρια υπήρχαν ακόμη τα παλιά μου εσώρουχα. Έβγαλα ένα μπλουζάκι κι έκλεισα τα μάτια για να μην αι- σθάνομαι. Να μην αισθάνομαι τη σύναξη όλων εκείνων των πραγμάτων.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=