Αντίο, φαντάσματα

Α Ν Τ Ι Ο , Φ Α Ν Τ Α Σ Μ Α Τ Α 29 Πράγματι, στα υπόλοιπα δωμάτια μια ψιλή βροχή από λευκό γύψο είχε επικαθίσει σε καναπέδες, καρέκλες και βιβλιοθήκες. Στο δικό μου, πάλι, η ζωή που είχαμε σωρεύ- σει μαζί ξεχυνόταν στα έπιπλα και στο πάτωμα. Ναι, πράγ- ματι φτιάχνει κανείς τη φωλιά του μες στις βρομιές. Φτερνίστηκα. «Πάντα σε πείραζε η σκόνη» σχολίασε η μητέρα μου. «Κάνεις λάθος. Έγινα αλλεργική από τότε που έφυγα από τη θάλασσα». Όταν έφυγα από τη Σικελία, το πρώτο πράγμα που άλ- λαξε ήταν η μύτη μου: μπούκωνε όλο και περισσότερο, εκδηλώνοντας αντιπάθεια και περιφρόνηση σ’ αυτό το ελάχιστο οξυγόνο της πρωτεύουσας, το ποτισμένο με τσι- μέντο και νέφος. Κατόπιν άλλαξε το δέρμα μου, εξαιτίας των καυσαερίων και του νερού της βρύσης, που ήταν γε- μάτο άλατα. Και τελευταία είχε αλλάξει και η πλάτη μου· καμπούριαζε εντελώς αφύσικα καθώς μπαινόβγαινα από τα λεωφορεία και τα τραμ. Και κάπως έτσι, από κάτοικος της Μεσσίνης είχα γίνει κάτοικος της Ρώμης, και από κο- ρίτσι ενήλικη και σύζυγος. «Όσο έμενα εδώ, μια χαρά ήταν η αναπνοή μου» επέ- μεινα. Μια σκοτεινή ικανοποίηση διαγράφηκε στα μάτια της μητέρας μου· στο μεταξύ, επειδή η κούρασή μου είχε αρ- χίσει να εξελίσσεται σε νύστα, την παρακάλεσα να δειπνή- σουμε νωρίτερα κι έπειτα κλείστηκα, επιτέλους, μόνη μου στο δωμάτιό μου. Σε κάθε μου κίνηση, σύννεφα σκόνης σηκώνονταν: από

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=