Αντίο, φαντάσματα

N A D I A T E R R A N O V A 28 «Τι σκέφτεσαι;» με ρώτησε. «Θυμάσαι τον Υπερφυσικό Μπεμπέ;» μου ήρθε στο μυαλό, κι εκείνη έβαλε τα γέλια. Έτσι αποκαλούσαμε τον γείτονά μας απέναντι, έναν τύπο που περνούσε τα απογεύματα στο μπαλκόνι του, πά- νω από τη φωλιά που έφτιαχναν τα χελιδόνια, μια φωλιά την ύπαρξη της οποίας αγνοούσε. Περνούσε τη μέρα του ανυποψίαστος για τα πουλιά που μοχθούσαν κάτω από τα πόδια του, ένας άντρας με πρόσωπο στρογγυλό και ατάρα- χο σαν κούκλας. Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, εγώ και η μητέρα μου μπήκαμε στο σπίτι σαν να ήμασταν τρεις: ανά- μεσά μας είχε τρυπώσει η παλιά συνενοχή για ένα παρα- τσούκλι μας, ένα πλάσμα που βλέπαμε μόνο εγώ κι εκείνη. Μπαίνοντας μέσα, ένιωσα τη μυρωδιά από την υγρασία των τοίχων ανάκατη με εκείνη της σκόνης. Σκέφτηκα τον άντρα μου και γραπώθηκα από την εικόνα του: ήταν ακό- μη στη δουλειά, κουρασμένος, έπρεπε να του στείλω ένα μήνυμα, για να τον ενημερώσω ότι είχα φτάσει. Το σπίτι όμως με ρούφηξε μεμιάς. Το δωμάτιο όπου κάποτε κοιμόμουν, έπαιζα, μελετού- σα, είχε μείνει σταματημένο στον χρόνο· το πάτωμα και οι τοίχοι είχαν καταληφθεί από ένα συνονθύλευμα αντικει- μένων που είχε κουβαλήσει η μητέρα μου από το δώμα προτού έρθω. Ένα δωμάτιο νεκρό, κυριευμένο από κύμα- τα αναμνήσεων. «Δεν είχε χώρο ούτε στο γραφείο ούτε στο σαλόνι. Είναι γεμάτα σοβάδες» δικαιολογήθηκε, με το αυταρχικό ύφος των ανθρώπων που δεν θέλουν να έχουν άδικο.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=