Ανθρώπινη δουλεία
ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΔΟΥΛΕΙΑ 19 3 Ό ταν μπήκαν στο σπίτι όπου είχε πεθάνει η κυρία Κάρεϊ –σ’ έναν θλιβερό, αξιοσέβαστο δρόμο ανάμεσα στο Νό τινγκ Χιλ και τη Χάι Στριτ του Κένσινγκτον–, η Έμα άφησε τον Φίλιπ στο αναγνωστήριο. Ο θείος του έγραφε ευχαριστήριες επιστολές για τα στεφάνια που είχαν λάβει. Ένα από κείνα που είχε φτάσει πολύ αργά και δεν είχε προλάβει την κηδεία, βρισκόταν μέσα στο χαρτονένιο κουτί του στο τραπεζάκι του χολ. «Ο νεαρός κύριος Φίλιπ» είπε η Έμα. Ο κύριος Κάρεϊ σηκώθηκε αργά κι έδωσε το χέρι του στο αγοράκι. Μετά, σαν να ’κανε δεύτερη σκέψη, έσκυψε και το φίλησε στο μέτωπο. Ο κύριος Κάρεϊ ήταν ένας άντρας μάλλον κοντύτερος από τον μέσο όρο, με τάση για πάχος, με τα μακριά του μαλλιά χτενισμένα με τρόπο που να κρύβει τη φαλάκρα του. Ήταν καλοξυρισμένος. Τα χαρακτηριστικά του ήταν συ νηθισμένα και μπορούσε κανείς να τον φανταστεί ακόμα και όμορφο στα νιάτα του. Στην αλυσίδα του ρολογιού τσέπης είχε περασμένο έναν σταυρό. «Από δω και πέρα θα ζήσεις μαζί μου, Φίλιπ» είπε ο κύριος Κάρεϊ. «Θα σου άρεσε αυτό;» Δυο χρόνια νωρίτερα, έπειτα από μια κρίση ανεμοβλογιάς, είχαν στείλει τον Φίλιπ να ζήσει στο πρεσβυτέριο, αλλά δεν του είχε μείνει καμία ανάμνηση του θείου και της θείας του παρά μονάχα η εικόνα μιας σοφίτας κι ενός μεγάλου κήπου. «Ναι». «Θα πρέπει, τη θεία σου κι εμένα, να μας βλέπεις σαν μη τέρα και πατέρα». Το στόμα του παιδιού τρεμόπαιξε λιγάκι, το πρόσωπό του κοκκίνισε, αλλά δεν έδωσε απάντηση.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=