Ανθρώπινη δουλεία

W. SOME R S E T MAUGHAM 18 είχε αφεθεί εντελώς στα γηρατειά της. Δύο κυρίες, που ο Φίλιπ δεν τις γνώριζε, είχαν έρθει επίσκεψη και τώρα τον κοιτούσαν με περιέργεια. «Καημένο μου παιδί» είπε η μις Γουότκιν, ανοίγοντας την αγκαλιά της, κι έβαλε τα κλάματα. Ο Φίλιπ τώρα καταλάβαινε τον λόγο που η γυναίκα δεν είχε γευματίσει κανονικά κι είχε φορέσει μαύρα. Δεν είχε δύ­ ναμη να του μιλήσει. «Πρέπει να πάω σπίτι μου» είπε ο Φίλιπ. Ξεκόλλησε από τα χέρια της μις Γουότκιν κι εκείνη τον ξαναφίλησε. Έπειτα πήγε στην αδελφή της και την αποχαιρέ­ τησε κι εκείνη. Μία από τις άγνωστες κυρίες τον ρώτησε αν μπορούσε να τον φιλήσει κι αυτή, κι εκείνος συγκατένευσε με βαριά καρδιά. Μολονότι έκλαιγε, απολάμβανε δεόντως την επίδραση που ασκούσε στους άλλους γύρω του και θα είχε μείνει κι άλλο εκεί αν δεν ένιωθε ότι η Έμα τον περίμενε ήδη. Βγήκε από το δωμάτιο. Η Έμα είχε κατέβει στο υπόγειο για να μιλήσει με μια φίλη της κι εκείνος την περίμενε στην είσοδο. Άκουσε τη φωνή της Χενριέτα Γουότκιν. «Η μητέρα του ήταν η καλύτερή μου φίλη. Δεν αντέχω στη σκέψη ότι πέθανε». «Δεν έπρεπε να πας στην κηδεία, Χενριέτα» είπε η αδελφή της. «Το ’ξερα ότι θ’ αναστατωθείς». Ύστερα μίλησε μία από τις άγνωστες κυρίες. «Το καημένο το παιδί, είναι φριχτό να σκέφτεσαι ότι θα μείνει μόνο του στον κόσμο. Είδα κι ότι κουτσαίνει». «Ναι, το πόδι του είναι στραβό. Ήταν ο καημός της μητέρας του». Έπειτα η Έμα γύρισε. Φώναξαν μια άμαξα και είπε στον οδηγό πού να τους πάει.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=